κατάπαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(nl)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάπαστος:''' <b class="num">1)</b> усеянный, т. е. сплошь покрытый (στεφάνοις Arph.);<br /><b class="num">2)</b> пестро вышитый, расшитый (ἀλουργίς Arph.).
|elrutext='''κατάπαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> усеянный, т. е. сплошь покрытый (στεφάνοις Arph.);<br /><b class="num">2)</b> пестро вышитый, расшитый (ἀλουργίς Arph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.
|elnltext=κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπαστος Medium diacritics: κατάπαστος Low diacritics: κατάπαστος Capitals: ΚΑΤΑΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: katápastos Transliteration B: katapastos Transliteration C: katapastos Beta Code: kata/pastos

English (LSJ)

ον,

   A besprinkled, bespattered with, στεφάνοις Ar.Eq. 502; ἡδυσματίοις Telecl.1.11; σαργὸν τυρῷ κ. Archestr.Fr.36.3.    2 suitable for use as a powder, Asclep. ap. Gal.13.159, etc.    3 embroidered, ἁλουργίς Ar.Eq.968; Χιτὼν Χρυσῷ κ. D.C.72.17; Χρυσαῖς ἀκτῖσι Hld.3.4, cf. 10.9, Aristid.Or.17(15).10.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπαστος: -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· κατάμεστος, ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 saupoudré, jonché, couvert de, τινι;
2 brodé de, τινι.
Étymologie: καταπάσσω.

Greek Monolingual

κατάπαστος, -ον (Α) καταπάσσω
1. καλά πασπαλισμένος
2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.)
2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.)
3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα.

Greek Monotonic

κατάπαστος: -ον, 1. πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.
2. κεντημένος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατάπαστος:
1) усеянный, т. е. сплошь покрытый (στεφάνοις Arph.);
2) пестро вышитый, расшитый (ἀλουργίς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.