μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.). | |elrutext='''μεταστρᾰτοπεδεύω:''' тж. med. перемещать лагерь ([[ταχέως]] Polyb.; med. πρὸς τὸ [[ἄστυ]] Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shift]] one's [[ground]] or [[camp]], Polyb.:—so in Mid., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 9 January 2019
English (LSJ)
A shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).
German (Pape)
[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
(Α μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῑν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).
Middle Liddell
fut. σω
to shift one's ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.