ἀπομυθέομαι: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπομῡθέομαι:''' разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.). | |elrutext='''ἀπομῡθέομαι:''' разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Dep. to [[dissuade]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 9 January 2019
English (LSJ)
A dissuade, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην Il. 9.109. II = ἀπολογέομαι, Stratt.72.
German (Pape)
[Seite 315] ausreden, abrathen, Il. 9, 109 μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ' ἀπεμυθεόμην; Stratt. bei A. B. 421 ἀπεμυθήσω, durch ἀπελογήσω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομῡθέομαι: ἀποθ. ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κωλύω, μάλα γάρ τοι ἔγωγε πόλλ’ ἀπεμυθεόμην Ἰλ. Ι. 109. ΙΙ. = ἀπολογέομαι Στράττις ἐν Ἀδήλ. 14 (Α. Β. 421. 14).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 déconseiller : τινί τι qch à qqn;
2 se justifier.
Étymologie: ἀπό, μυθέω.
Greek Monotonic
ἀπομῡθέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., απαγορεύω, αποτρέπω, εμποδίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομῡθέομαι: разубеждать, отговаривать (τινί τι Hom.).
Middle Liddell
Dep. to dissuade, Il.