ἀλυσιτελής: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀλῡσῐτελής:''' бесполезный, тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.
|elrutext='''ἀλῡσῐτελής:''' бесполезный, тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[unprofitable]], Xen. adv. [[ἀλυσιτελῶς]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῡσῐτελής Medium diacritics: ἀλυσιτελής Low diacritics: αλυσιτελής Capitals: ΑΛΥΣΙΤΕΛΗΣ
Transliteration A: alysitelḗs Transliteration B: alysitelēs Transliteration C: alysitelis Beta Code: a)lusitelh/s

English (LSJ)

ές,

   A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. -έστατος Aeschin.1.105. Adv. -λῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc.    II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.

German (Pape)

[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
désavantageux.
Étymologie: ἀ, λυσιτελής.

Spanish (DGE)

(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπο[υδαῖ] αι πράξεις πολλά[κις ἀ] λυ[σ] ιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciu. ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. -ῶς sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀ. ἔχειν D.61.3
desventajosamente ἀ. μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
ἐπὶ τῶν ἀ. γαμούντων Prou.Bodl.176.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and the base of λυσιτελεῖ; gainless, i.e. (by implication) pernicious: unprofitable.

English (Thayer)

(ἄλφα) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος
αρχ.
(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λυσιτελής.
ΠΑΡ. αλυσιτέλεια].

Greek Monotonic

ἀλῡσῐτελής: -ές, ανωφελής, ακερδής, μη προσοδοφόρος, σε Ξεν.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῡσῐτελής: бесполезный, тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.

Middle Liddell


unprofitable, Xen. adv. ἀλυσιτελῶς, Xen.