ἀνταναπληρόω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(1)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνταναπληρόω:''' соответственно восполнять: ἀ. τι πρός τι Dem. уравновешивать что-л. чем-л.
|elrutext='''ἀνταναπληρόω:''' соответственно восполнять: ἀ. τι πρός τι Dem. уравновешивать что-л. чем-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[supply]] as a [[substitute]] or [[balance]], τινὰ πρός τινα Dem.
}}
}}

Revision as of 16:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταναπληρόω Medium diacritics: ἀνταναπληρόω Low diacritics: ανταναπληρόω Capitals: ΑΝΤΑΝΑΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: antanaplēróō Transliteration B: antanaplēroō Transliteration C: antanapliroo Beta Code: a)ntanaplhro/w

English (LSJ)

   A fill up, τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος A.D.Synt.14.1; τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ Ep.Col.1.24; ἀ. πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τοὺς ἀπορωτάτους put in the poorest so as to balance the richest, D.14.17.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen anfüllen, Dem. 14, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναπληρόω: ἀντικαθιστῶ, ἀναπληρῶ, ἡ ἀντωνυμία ἀνταναπληροῦσα καὶ τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν τάξιν τοῦ ῥήματος Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 14· «τῶν δὲ συμμοριῶν ἑκάστην διελεῖν κελεύω πέντε μέρη κατὰ δώδεκα ἄνδρας ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τούς ἀπορωτάτους», ὥστε οἱ ἀπορώτατοι νὰ ὦσιν ὡς ἀντιστάθισμα κατὰ τῶν εὐπόρων, Δημ. 182. 22: - ἀνταναπλήρωσις, εως, ἡ ἐκ νέου ἀναπλήρωσις, Ἐπίκορ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 48.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en balance, contrebalancer.
Étymologie: ἀντί, ἀναπληρόω.

Spanish (DGE)

completar, compensar τὴν θέσιν τοῦ ὀνόματος A.D.Synt.14.1, τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ Ep.Col.1.24, ἵν' ... τοῦτο ἐκ τῆς παρὰ τῶν ἄλλων συντελείας ἀνταναπληρωθῇ D.C.44.48.2, τὴν ἀποστολικὴν ἀπουσίαν Clem.Al.Strom.7.12.77, ἀνταναπληροῦντας πρὸς τὸν εὐπορώτατον ἀεὶ τοὺς ἀπορωτάτους D.14.17.

English (Strong)

from ἀντί and ἀναπληρόω; to supplement: fill up.

English (Thayer)

ἀνταναπληρῶ; (ἀντί and ἀναπληρόω, which see); to fill up in turn: Isaiah , 'what is lacking of the afflictions of Christ to be borne by me, that I supply in order to repay the benefits which Christ conferred on me by filling up the measure of the afflictions laid upon him'); (Meyer, Ellicott, etc., explain the word (with Wetstein (1752)) by 'ἀντί ὑστερήματος succedit ἀναπληρωμα; but see Lightfoot ad loc, who also quotes the passages where the word occurs). (Demosthenes, p. 182,22; Dio Cassius, 44,48; Apollonius Dyscolus, de constr. orat. i. pp. 14,1 (cf. Alexander Buttmann (1873) at the passage); 114,8; 258,3; 337,4.)

Greek Monotonic

ἀνταναπληρόω: μέλ. -ώσω, παρέχω ως υποκατάστατο ή αντιστάθμισμα, τινά πρός τινα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταναπληρόω: соответственно восполнять: ἀ. τι πρός τι Dem. уравновешивать что-л. чем-л.

Middle Liddell


to supply as a substitute or balance, τινὰ πρός τινα Dem.