ἐπιλίγδην: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπῑλίγδην:''' adv. поверхностно (по коже), слегка ([[ἄκρον]] ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): [[βλῆτο]] ὦμον δουρὶ [[ἄκρον]] ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.
|elrutext='''ἐπῑλίγδην:''' adv. поверхностно (по коже), слегка ([[ἄκρον]] ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): [[βλῆτο]] ὦμον δουρὶ [[ἄκρον]] ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[grazing]], Il.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλίγδην Medium diacritics: ἐπιλίγδην Low diacritics: επιλίγδην Capitals: ΕΠΙΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: epilígdēn Transliteration B: epiligdēn Transliteration C: epiligdin Beta Code: e)pili/gdhn

English (LSJ)

Adv.

   A grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]

German (Pape)

[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.

English (Autenrieth)

βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.

Greek Monolingual

ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].

Greek Monotonic

ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῑλίγδην: adv. поверхностно (по коже), слегка (ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): βλῆτο ὦμον δουρὶ ἄκρον ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.

Middle Liddell

grazing, Il.