συνεργάτης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger.
|elnltext=συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-εργά˘της, ου, ὁ,<br />a [[fellow]]-[[workman]], [[helpmate]], [[coadjutor]], Soph., Eur.; c. gen. an [[accomplice]] or [[assistant]] in a [[thing]], Eur.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργάτης Medium diacritics: συνεργάτης Low diacritics: συνεργάτης Capitals: ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Transliteration A: synergátēs Transliteration B: synergatēs Transliteration C: synergatis Beta Code: sunerga/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς . . σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp.417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ἄγρας Id.Ba.1146; fem., συνεργ-άτις φόνου Id.El.100.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ὁμοῦ συνεργαζόμενος, συμβοηθός, πεμφθείς σοι ξυνεργάτης Σοφ. Φιλ. 93· σκότον ξ. Εὐρ. Ἱππ. 417· μετὰ γεν. πράγματος, βοηθός, συνεργὸς εἴς τι, ἄγρας ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1146· οὕτως ἐν τῷ θηλ. συνεργάτις, ιδος, ἡ, συνεργάτις φόνου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 100.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. συνεργός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, -ιδος, Α συνεργάζομαι
αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που δίνει συνεργασία σε ένα ίδρυμα ή σε μια επιχείρηση.

Greek Monotonic

συνεργάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εργάζεται μαζί με κάποιον, βοηθός, αρωγός, σε Σοφ., Ευρ.· με γεν., συμμέτοχος, συμπράττων, βοηθός, συνεργός σε κάτι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάτης: ου (ᾰ) ὁ сотрудник, тж. соучастник помощник (πεμφθεὶς ξ. τινί Soph.): ὁ σκότος ὁ σ. Eur. тьма, служащая покровом; ὁ ξ. τινός Eur. помощник в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτης -ου, ὁ [συνεργάζομαι] medewerker, handlanger.

Middle Liddell

συν-εργά˘της, ου, ὁ,
a fellow-workman, helpmate, coadjutor, Soph., Eur.; c. gen. an accomplice or assistant in a thing, Eur.