ἄσκεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄσκεπτος:''' <b class="num">1)</b> необдуманно поступающий, неосмотрительный, безрассудный (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нерассмотренный, неисследованный (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> неощутимый, незаметный (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).
|elrutext='''ἄσκεπτος:''' <b class="num">1)</b> необдуманно поступающий, неосмотрительный, безрассудный (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> нерассмотренный, неисследованный (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> неощутимый, незаметный (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκοπέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[inconsiderate]], [[unreflecting]], Plat.:—adv. -τως, [[inconsiderately]], Thuc., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[unconsidered]], [[unobserved]], Xen.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκεπτος Medium diacritics: ἄσκεπτος Low diacritics: άσκεπτος Capitals: ΑΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: áskeptos Transliteration B: askeptos Transliteration C: askeptos Beta Code: a)/skeptos

English (LSJ)

ον,

   A inconsiderate, unreflecting, οὐκ ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. 14.5, cf. Pl.R.438a, Plu.2.45d: mostly in Adv. -τως inadvisedly, Th.6.21, Pl.Chrm.158e, etc.; ἀ. ἔχειν Id.Cra.440d; ἀ. ἔχειν τινός Id.Grg.501c: Comp.-ότερον Arist.Pol.1274a30, Plu.Demetr.1.    II unconsidered, unobserved, Ar.Ec.258, X.Mem.4.2.19; μὴ τὸ μέγιστον ἐπιστήμης πέρι τί ποτ' ἐστὶν ἄσκεπτον γένηται Pl. Tht.184a.    2 unseen, hidden, γάμοι Opp.H.1.773.    3 too small to be observed, negligible, ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.0.89b10.

German (Pape)

[Seite 371] unüberlegt, unbedacht, ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. Ath. XI, 509 d; Plat. Theaet. 184 a; Xen. Mem. 4, 2, 19. – Adv., ἀσκέπτως, unbedachtsam, Thuc. 6, 21; ἔχειν τινός, auf etwas keine Rücksicht nehmen, Plat. Gorg. 501 c; vgl. Crat. 440 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non considéré, non observé;
2 fig. inconsidéré, irréfléchi;
Cp. ἀσκεπτότερος.
Étymologie: ἀ, σκέπτομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no examinado, no observado ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.Ec.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ ἕνεκα ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.Tht.184a, cf. X.Mem.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154
a lo que no se presta atención οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención Ephipp.14.5.
2 inobservable, imposible de constatar ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.89b10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.H.1.773.
3 no atento, no observador, irreflexivo de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.R.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d
c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.Cyn.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.BI 6.328, ἐλπίς I.BI 5.66
neutr. compar. como adv. sin comprobación, irreflexivamente λέγειν Arist.Pol.1274a30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.Demetr.1.
II adv. -ως irreflexivamente, a la ligera, sin previo examen βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.Chrm.158e, ἔχειν Pl.Cra.440d, αὐτόθεν ἀ. παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου ἐκπορευτέον Aen.Tact.23.6, ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87
c. gen. ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.Grg.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51.

Greek Monolingual

και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].

Greek Monotonic

ἄσκεπτος: -ον (σκοπέω
I. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος, αστόχαστος, σε Πλάτ.· επίρρ., -τως, απερίσκεπτα, σε Θουκ. κ.λπ.
II. ανεξέταστος, απαρατήρητος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄσκεπτος: 1) необдуманно поступающий, неосмотрительный, безрассудный (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);
2) нерассмотренный, неисследованный (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);
3) неощутимый, незаметный (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).

Middle Liddell

σκοπέω
I. inconsiderate, unreflecting, Plat.:—adv. -τως, inconsiderately, Thuc., etc.
II. unconsidered, unobserved, Xen.