γυρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γῡρεύω:''' кружиться, вращаться Plat., Babr.
|elrutext='''γῡρεύω:''' кружиться, вращаться Plat., Babr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γῦρος]]<br />to run [[round]] in a [[circle]], Strab., Babr.
}}
}}

Revision as of 21:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρεύω Medium diacritics: γυρεύω Low diacritics: γυρεύω Capitals: ΓΥΡΕΥΩ
Transliteration A: gyreúō Transliteration B: gyreuō Transliteration C: gyreyo Beta Code: gureu/w

English (LSJ)

   A run round in a circle, Str.6.1.8: c. acc. cogn., καμπτῆρας Babr.29.4.

German (Pape)

[Seite 512] im Kreise herumgehen, Archil. bei Plut. de superst. 7; Strab. 6, 1, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῡρεύω: περιέρχομαι δρομαίως ἐν κύκλῳ, τρέχω ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, ἵππος… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι γυρεύω Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).

French (Bailly abrégé)

tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.
Étymologie: γυρός.

Spanish (DGE)

(γῡρεύω) 1 intr. dar vueltas, evolucionar παρθένους ... ἐκέλευε γ. γυμνάς Str.6.1.8, cf. T.Gad 1.3.
2 tr. girar alrededor de, recorrer καμπτῆρας Babr.29.4, τὸν κόσμον Secund.Vit.76.18, ἀτέλεστον κύκλον Pall.V.Chrys.70.18
fig. maquinar τὴν ἀπώλειαν αὐτοῦ A.Pil.B 23.

Greek Monolingual

και γυρεύγω (AM γυρεύω) γυρός
διαγράφω κύκλο τρέχοντας
μσν.- νεοελλ.
τριγυρίζω ψάχνοντας
νεοελλ.
1. επιζητώ, αναζητώ
2. επιδιώκω κάτι
3. εξετάζω, ερευνώ
4. φροντίζω, ενδιαφέρομαι
5. φρ. α) «γυρεύω φυρί, φυρί» — αναζητώ επίμονα
β) «γυρεύω ψύλλους στ' άχυρα» ή «τρέχα γύρευε» — αναζητώ μάτια
γ) «στον ουρανό το γύρευα και στη γη το βρήκα» — βρήκα κάτι εντελώς απροσδόκητα
δ) «τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;» — βρίσκεται κάποιος απερίσκεπτα εκεί που δεν πρέπει
μσν.
1. περιοδεύω
2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.

Greek Monotonic

γῡρεύω: (γῦρος), μέλ. -σω, τρέχω γύρω γύρω, κυκλικά, τριγυρίζω, σε Στράβ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

γῡρεύω: кружиться, вращаться Plat., Babr.

Middle Liddell

γῦρος
to run round in a circle, Strab., Babr.