Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγρηγορόων: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγρηγορόων:''' Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. [[ἐγρηγοράω]] (= <i>ἐγείρομαι</i>), [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐγρηγορόων:''' Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. [[ἐγρηγοράω]] (= <i>ἐγείρομαι</i>), [[άγρυπνος]], σε [[εγρήγορση]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic [[part]]., as if from a pres. [[ἐγρηγοράω]] = ἐγείρομαι]<br />watching, [[waking]], Od.
}}
}}

Revision as of 21:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγρηγορόων Medium diacritics: ἐγρηγορόων Low diacritics: εγρηγορόων Capitals: ΕΓΡΗΓΟΡΟΩΝ
Transliteration A: egrēgoróōn Transliteration B: egrēgoroōn Transliteration C: egrigoroon Beta Code: e)grhgoro/wn

English (LSJ)

Ep. part.,

   A watching, awake, Od.20.6.

German (Pape)

[Seite 712] (wie von ἐγρηγοράω, aus ἐγρήγορα abgeleitet), wachend, Od. 20, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγορόων: Ἐπ. μετοχ. ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. ἐγρηγοράω (ἴδε ἐγείρω), ἀγρυπνῶν, ἄγρυπνος, Ὀδ. Υ. 6.

French (Bailly abrégé)

v. ἐγρηγοράω.

English (Autenrieth)

as if from ἐγρηγοράω: remaining awake, Il. 10.182†.

Greek Monotonic

ἐγρηγορόων: Επικ. μτχ., όπως αν προερχόταν από ενεστ. ἐγρηγοράω (= ἐγείρομαι), άγρυπνος, σε εγρήγορση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[epic part., as if from a pres. ἐγρηγοράω = ἐγείρομαι]
watching, waking, Od.