θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
|elrutext='''θῠμίτης:''' (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном ([[ἅλες]] θυμῖται Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠμί¯της, ου, [[θύμον]]<br />flavoured with [[thyme]], Ar.
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμίτης Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον)

   A flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· οἶνος Διοσκ. 5. 59.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).

Middle Liddell

θῠμί¯της, ου, θύμον
flavoured with thyme, Ar.