πυρροκόραξ: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυρροκόραξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[κόρακας]] που έχει κόκκινο [[ράμφος]], σε Πλίν. | |lsmtext='''πυρροκόραξ:''' -ᾰκος, ὁ, [[κόρακας]] που έχει κόκκινο [[ράμφος]], σε Πλίν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πυρρο-[[κόραξ]], ακος,<br />a [[crow]] with a red [[beak]], Plin. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A Alpine chough, Corvus pyrrhocorax, Plin.HN10.133.
Greek (Liddell-Scott)
πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόραξ ἔχων ἐρυθρὸν ῥάμφος, Πλίν. 10. 68.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
corbeau à bec rouge, oiseau.
Étymologie: πυρρός, κόραξ.
Greek Monolingual
-ακος, ο, ΝΑ
ζωολ. πτηνό που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση εκπροσωπεί γένος στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας corvidae, γνωστών με την κοινή σήμερα ονομασία καλοιακούδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόραξ.
Greek Monotonic
πυρροκόραξ: -ᾰκος, ὁ, κόρακας που έχει κόκκινο ράμφος, σε Πλίν.