προσνήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσνήχομαι:''' подплывать, приплывать (τινι Diod., Plut.).
|elrutext='''προσνήχομαι:''' подплывать, приплывать (τινι Diod., Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep.:<br /><b class="num">I.</b> to [[swim]] [[towards]], τινι Plut.<br /><b class="num">II.</b> intr. in Act. to [[dash]] [[upon]], προσένᾱχε [[θάλασσα]] Theocr.
}}
}}

Revision as of 00:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνήχομαι Medium diacritics: προσνήχομαι Low diacritics: προσνήχομαι Capitals: ΠΡΟΣΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosnḗchomai Transliteration B: prosnēchomai Transliteration C: prosnichomai Beta Code: prosnh/xomai

English (LSJ)

   A swim towards, ἐς . . Call.Del.47: c. dat., D.S.3.21, Plu.Mar.37, etc.    II of water, in Act., dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theoc.21.18.

Greek (Liddell-Scott)

προσνήχομαι: ἀποθ., νήχομαι πρός τι, ἐς…, Καλλ. εἰς Δῆλ. 47· μετὰ δοτ., Διόδ. 3. 21, Πλουτ. Μάρ. 37, κτλ. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ὕδατος, ἐφορμῶ, προσένᾱχε θάλασσα ἀμφίβ. παρὰ Θεοκρ. 21. 48.

French (Bailly abrégé)

nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νήχομαι.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. κολυμπώ ή πλέω προς έναν τόπο
2. προσεγγίζω κάποιον κολυμπώντας
3. (για νερό) χύνομαι με ορμή και πλημμυρίζω έναν τόπο, προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νήχομαι «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

προσνήχομαι:I. αποθ., κολυμπώ προς, τινι, σε Πλούτ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., εφορμώ, χτυπώ με κύματα, προσένᾱχε θάλασσα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσνήχομαι: подплывать, приплывать (τινι Diod., Plut.).

Middle Liddell


Dep.:
I. to swim towards, τινι Plut.
II. intr. in Act. to dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theocr.