συμπείθω: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-πείθω, Att. ξυμπείθω (proberen te) overreden, (proberen) over (te) halen:; τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος deels door overreding, deels door geweld Xen. Mem. 2.4.6; met inf.; met dubb. acc.. ταῦτα συμπείθεις με σύ; probeer jij me daartoe over te halen? Men. Epitr. 1067. pass. overgehaald worden, overreed worden, zich laten overhalen of overreden; met inf. om te. | |elnltext=συμ-πείθω, Att. ξυμπείθω (proberen te) overreden, (proberen) over (te) halen:; τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος deels door overreding, deels door geweld Xen. Mem. 2.4.6; met inf.; met dubb. acc.. ταῦτα συμπείθεις με σύ; probeer jij me daartoe over te halen? Men. Epitr. 1067. pass. overgehaald worden, overreed worden, zich laten overhalen of overreden; met inf. om te. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[join]] or [[assist]] in persuading, Xen.;—also, ς. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to [[help]] in persuading [[against]] [[despair]], Thuc.:—Pass. to [[allow]] [[oneself]] to be persuaded at the [[same]] [[time]], Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 10 January 2019
English (LSJ)
pf. part.
A -πεπεικυῖα Hyp.Ath.4 (aor. part. συμπείσας is f.l. for συμπιέσας in Plu.2.580d):—win by persuasion, persuade, abs., Pl.Lg.720d: c. acc. pers., Lycurg.102, UPZ114i22 (ii B.C.), Plu. Cam.23: c. acc. rei, τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος X.Mem.2.4.6; σ. τἀναντία D.H.6.49; ταῦτα συμπείθεις με σύ; Men.Epit.527: c. acc. pers. etinf., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν X.Cyr.2.2.24, cf. Aeschin. 3.142, D.18.147, IG12(7).386.15 (Amorgos, iii B.C.):—Pass., join in a view, Arist.Pol.1307b15; allow oneself to be persuaded, c. inf., ib. 1296a38; τι to a thing, Aeschin.3.71, SIG364.96 (Ephesus, iii B.C.): c. dat., to be convinced of... Phld.Mus.p.89K.: abs., Demetr.Com. Vet.4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν Luc.JTr.45; τὸ -πεπεισμένον the sum agreed, BGU1163.8(i B.C.); συνεπείσθησαν πρὸς ἀλλήλας μὴ ἐγκαλεῖν Sammelb.7338.10 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 985] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.
Greek (Liddell-Scott)
συμπείθω: πείθω ὁμοῦ, συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. τἀναντία Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι αὐτόθι 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
French (Bailly abrégé)
1 amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;
2 encourager, exhorter;
Moy. συμπείθομαι se laisser persuader.
Étymologie: σύν, πείθω.
Greek Monolingual
Α πείθω
1. πείθω κάποιον εντελώς («μετὰ λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε κάτι
3. μέσ. συμπείθομαι
δέχομαι κάτι ως ορθό μαζί με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).
Greek Monotonic
συμπείθω: μέλ. -σω, συμβάλλω ή βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, σε Ξεν.· επίσης, συμπείθω τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, βοηθώ στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συμπείθω: 1) совместно убеждать, увещевать, уговаривать (τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aesch.): ξυνέπειθε τοῦ ταῖς ναυσὶ μὴ ἀθυμεῖν ἐπιχειρήσειν Thuc. (Гермократ) убеждал не бояться напасть на корабли (афинян); συμπείθεσθαί τι Aeschin. быть склоняемым к чему-л., соглашаться на что-л.;
2) подстрекать, возбуждать: συμπεπεισμένος κατά τινος Luc. восстановленный против кого-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πείθω, Att. ξυμπείθω (proberen te) overreden, (proberen) over (te) halen:; τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος deels door overreding, deels door geweld Xen. Mem. 2.4.6; met inf.; met dubb. acc.. ταῦτα συμπείθεις με σύ; probeer jij me daartoe over te halen? Men. Epitr. 1067. pass. overgehaald worden, overreed worden, zich laten overhalen of overreden; met inf. om te.
Middle Liddell
fut. σω
to join or assist in persuading, Xen.;—also, ς. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to help in persuading against despair, Thuc.:—Pass. to allow oneself to be persuaded at the same time, Aeschin.