φιλοεργός: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που αγαπά τη δουλειά, [[εργατικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλοεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που αγαπά τη δουλειά, [[εργατικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλο-εργός, όν [[ἔργον]]<br />[[fond]] of [[work]], [[industrious]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:25, 10 January 2019
English (LSJ)
όν, or φιλόεργος, ον,
A fond of work, industrious, κερκίς AP6.48, cf. 7.423 (Antip.Sid.): Sup., ib.6.288 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1279] oder φιλόεργος, arbeitliebend, arbeitsam; κερκίς Ep. ad. 116, 6 (VI, 48); Antp. Sid. 89 (VII, 423), u. öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοεργός: -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, ἐργατικός, φιλόπονος, Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le travail, industrieux.
Étymologie: φίλος, ἔργον.
Greek Monolingual
-όν, και φιλόεργος, -ον, Α
βλ. φιλεργός.
Greek Monotonic
φῐλοεργός: -όν (ἔργον), αυτός που αγαπά τη δουλειά, εργατικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
φῐλο-εργός, όν ἔργον
fond of work, industrious, Anth.