κυανώπης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυᾰνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, <i>-ιδος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, [[νῆες]] κυανώπιδες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κυᾰνώπης:''' -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, <i>-ιδος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, [[νῆες]] κυανώπιδες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κυᾰν-ώπης, ου, [ὤψ]<br />[[dark]]-eyed, fem. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A dark-eyed, [ἵπποι] Opp.C.1.307:—fem. κῠᾰν-ῶπις, ιδος, Ἀμφιτρίτη Od.12.60, cf. Hes.Sc.356; Νύμφαι Anacr.2.2; Μοῦσα IG 14.1942; νᾶες κυανώπιδες B.12.160, cf. A.Pers.559 (lyr.), Supp.743 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1522] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνώπης: -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· ὡσαύτως νῆες κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. κυανόπρῳρος.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux yeux sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, ὤψ.
Greek Monolingual
κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.
β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)
2. (για πλοίο) κυανόπρωρος («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. ερι-ώπης, κυν-ώπης].
Greek Monotonic
κυᾰνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, νῆες κυανώπιδες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κυᾰν-ώπης, ου, [ὤψ]
dark-eyed, fem.