Κυπρογενής: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus.
|elnltext=Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Κυπρο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[Cyprus]]-[[born]], of [[Aphrodite]], Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind.
}}
}}

Revision as of 03:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυπρογενής Medium diacritics: Κυπρογενής Low diacritics: Κυπρογενής Capitals: ΚΥΠΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Kyprogenḗs Transliteration B: Kyprogenēs Transliteration C: Kyprogenis Beta Code: *kuprogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.

Greek (Liddell-Scott)

Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.

English (Slater)

Κυπρογενής,-γένεια pro subs.,
   1 the Cyprusborn, Aphrodite. πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)

Greek Monotonic

Κυπρογενής: -ές (γίγνομαι), γεννημένος στην Κύπρο, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· θηλ. Κυπρο-γένεια, , σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Κυπρογενής: рожденная на Кипре (эпитет Афродиты) HH, Hes., Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus.

Middle Liddell

Κυπρο-γενής, ές γίγνομαι
Cyprus-born, of Aphrodite, Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind.