μεταθέω: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταθέω:''' (fut. μεταθεύσομαι)<b class="num">1)</b> гоняться, преследовать, бежать по следу ([[ταχύ]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (об охотничьих собаках) обегать, обрыскать (τὰ ὄρη Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; [[ἑκασταχόσε]] Plut.). | |elrutext='''μεταθέω:''' (fut. μεταθεύσομαι)<b class="num">1)</b> гоняться, преследовать, бежать по следу ([[ταχύ]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> (об охотничьих собаках) обегать, обрыскать (τὰ ὄρη Xen.);<br /><b class="num">3)</b> перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; [[ἑκασταχόσε]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[θεύσομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to run [[after]], [[chase]], Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[hunt]] or [[range]] [[over]], τὰ ὄρη Xen.: absol. to [[hunt]] [[about]], [[range]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι,
A run after, X.Cyn.6.22; pursue, τινα Jul. Or.5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.Plt.301e, cf. Sph.226b; αἰτίαν Iamb.Protr.4. II hunt or range over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.9: abs., hunt about, range, ib.6.25,al. 2 run hither and thither, ἑκασταχόσε Plu.Pyrrh.16, cf. App.Mith.74, al.; ἀνιχνευούσας μεταθεῖν, of bees, Arist.HA624a28.
German (Pape)
[Seite 146] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥςπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, ἴχνος, Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.
Greek (Liddell-Scott)
μεταθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω κατόπιν τινός, διώκω, «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως μετὰ δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. διατρέχω, περιτρέχω, τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., περιτρέχω, περιέρχομαι, αὐτόθι 6, 25.
French (Bailly abrégé)
courir après, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, θέω.
Greek Monolingual
μεταθέω (Α)
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ
2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.)
3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω
4. τρέχω εδώ και εκεί
5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
μεταθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω στο κατόπι, κυνηγώ, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ασκώ το κυνήγι ή περιπλανώμαι, τὰ ὄρη, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο κυνήγι, περιφέρομαι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μεταθέω: (fut. μεταθεύσομαι)1) гоняться, преследовать, бежать по следу (ταχύ Xen.);
2) (об охотничьих собаках) обегать, обрыскать (τὰ ὄρη Xen.);
3) перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; ἑκασταχόσε Plut.).
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run after, chase, Xen., etc.
II. to hunt or range over, τὰ ὄρη Xen.: absol. to hunt about, range, Xen.