μετεκδίδωμι: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετεκδίδωμι:''' снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.). | |elrutext='''μετεκδίδωμι:''' снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[lend]] out, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:05, 10 January 2019
English (LSJ)
in Med.,
A betroth a second time, Plu.Comp.Lyc. Num.3.
German (Pape)
[Seite 158] (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.
Greek (Liddell-Scott)
μετεκδίδωμι: δανείζω, Πλουτ. Σύγκρ. Λυκ. καὶ Νουμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.
French (Bailly abrégé)
f. μετεκδώσω;
au Moy. remettre aux mains d’un second mari.
Étymologie: μετά, ἐκ, δίδωμι.
Greek Monolingual
μετεκδίδωμι (Α)
(το μέσ.) μετεκδίδομαι
μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»].
Greek Monotonic
μετεκδίδωμι: δίνω ξανά, δανείζω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεκδίδωμι: снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.).
Middle Liddell
to lend out, Plut.