παραζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραζώννῡμι:''' привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ [[ξιφίδιον]] Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.
|elrutext='''παραζώννῡμι:''' привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ [[ξιφίδιον]] Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -ζώσω<br />to [[gird]] to the [[side]], Plat.:—Mid. to [[wear]] at the [[girdle]], Plut.
}}
}}

Revision as of 05:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραζώννυμι Medium diacritics: παραζώννυμι Low diacritics: παραζώννυμι Capitals: ΠΑΡΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: parazṓnnymi Transliteration B: parazōnnymi Transliteration C: parazonnymi Beta Code: parazw/nnumi

English (LSJ)

and παραζωννύω,

   A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R.553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79.    II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr.Sign.51.

German (Pape)

[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.

French (Bailly abrégé)

suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.

Greek Monolingual

και παραζωννύω Α
1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέσηξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.)
2. (για νέφη) καλύπτωὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

παραζώννυμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ. — Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen.

Russian (Dvoretsky)

παραζώννῡμι: привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ ξιφίδιον Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζώσω
to gird to the side, Plat.:—Mid. to wear at the girdle, Plut.