πατροκτονία: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πατροκτονία -ας, ἡ [πατροκτόνος] vadermoord. | |elnltext=πατροκτονία -ας, ἡ [πατροκτόνος] vadermoord. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πατροκτονία]], ἡ,<br />[[murder]] of a [[father]], [[parricide]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A murder of a father, parricide, Hipparch. ap. Stob.4.44.81, Plu.Rom.22, Iamb.VP17.78 (pl.).
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, Vatermord, Plut. Rom. 22 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκτονία: ἡ, τὸ πατροκτονεῖν, πατροφονία, Ἵππαρχος παρὰ Στοβ. 573. 55, Πλουτ. Ρωμ. 22, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre d’un père, parricide.
Étymologie: πατροκτόνος.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΜΑ πατροκτόνος
ο φόνος του πατέρα από το παιδί του, έγκλημα που οι σύγχρονες νομοθεσίες και ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας τιμωρούν ως ανθρωποκτονία, ενώ οι παλαιές νομοθεσίες προέβλεπαν ιδιαίτερο αδίκημα πατροκτονίας, για το οποίο η ποινή ήταν πάντοτε ο θάνατος.
Greek Monotonic
πατροκτονία: ἡ, δολοφονία του πατέρα, πατροκτονία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πατροκτονία: ἡ отцеубийство Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροκτονία -ας, ἡ [πατροκτόνος] vadermoord.
Middle Liddell
πατροκτονία, ἡ,
murder of a father, parricide, Plut.