παλαίχθων: Difference between revisions
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλαίχθων -ον, gen. -ονος [πάλαι, χθών] die het land van oudsher bewoont, inheems. | |elnltext=παλαίχθων -ον, gen. -ονος [πάλαι, χθών] die het land van oudsher bewoont, inheems. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλαί-χθων, ονος, ὁ, ἡ,<br />that has been [[long]] in a [[country]], an [[ancient]] [[inhabitant]], [[indigenous]], Aesch., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A that has been long in a country, an ancient inhabitant, indigenous, Ἄρης A.Th.104 (lyr.); δῆμος Epigr. ap. Aeschin.3.190.
German (Pape)
[Seite 446] ονος, von Alters her einheimisch in einem Lande, wie αὐτόχθων; Ἄρης, Aesch. Spt. 100; παλ. Ἀθηναίων δῆμος, Ep. ad. 158 ( App. 362).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαίχθων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ διαμείνας ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἔν τινι χώρᾳ, παλαιὸς κάτοικος, αὐτόχθων, Ἄρης Αἰσχύλ. Θήβ. 105· δῆμος Ἐπιγράμμ. παρ’ Αἰσχίν. 81. 13 (Ἀνθ. Π. παράρτ. 362).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui habite depuis longtemps un pays, indigène.
Étymologie: πάλαι, χθών.
Greek Monolingual
παλαίχθων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό-χθων)].
Greek Monotonic
πᾰλαίχθων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μείνει πολύ σε μια χώρα, παλιός κάτοικος, αυτόχθονας, σε Αισχύλ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαίχθων: ονος adj. исстари обитающий в стране (Ἄρης Aesch.; Ἀθηναίων δῆμος Aeschin.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαίχθων -ον, gen. -ονος [πάλαι, χθών] die het land van oudsher bewoont, inheems.
Middle Liddell
πᾰλαί-χθων, ονος, ὁ, ἡ,
that has been long in a country, an ancient inhabitant, indigenous, Aesch., Anth.