βδελυρία: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[βδελυρός]]<br />[[brutal]] [[conduct]], [[want]] of [[shame]] and [[decency]], [[brutality]], Oratt. | |mdlsjtxt=[from [[βδελυρός]]<br />[[brutal]] [[conduct]], [[want]] of [[shame]] and [[decency]], [[brutality]], Oratt. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βδελυρία]] -ας, ἡ, Ion. βδελυρίη [[βδελυρός]]<br /><b class="num">1.</b> walgelijk gedrag, walgelijkheid :. [[εἰς]] [[τοῦτο]] βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας zover was hij gekomen in walgelijkheid en onwettigheid And. 1.122; ἀπαιδευσίᾳ καὶ βδελυρίᾳ in onbeschaafdheid en walgelijkheid Luc. 31.14.<br /><b class="num">2.</b> misselijkheid. Hp. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A beastly, coarse, or objectionable behaviour, And.1.122, Is.8.42 (pl.), D. 22.52, Aeschin.1.105, Thphr.Char.11, Plu. Caes.9. 2 disgust, nausea, Hp.Int.26, Jul.Or.6.190d.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Scheußlichkeit, Schamlosigkeit, Andoc. 1. 122; Is. 6, 42; καὶ ἀδικία Ath. VI, 260 e; Unkeuschheit, ὑπὸ μέθης καὶ βδελυρίας κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα Aesch. 1, 26; vgl. Theophr. Char. 11.
Greek (Liddell-Scott)
βδελῠρία: ἡ, κτηνώδης διαγωγή, ἔλλειψις αἰδοῦς καὶ εὐπρεπείας, κτηνώδη πάθη, Ἀνδοκ. 16. 13, Ἰσαῖ. 73. 38, Αἰσχίν. 15. 17. 2) ἀηδία, ναυτία, Ἱππ. 546. 47.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impudeur, conduite infâme.
Étymologie: βδελυρός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.26
1 conducta infame, desvergüenzaεἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας And.Myst.122, cf. Is.8.42, D.22.52, 42.15, Aeschin.1.105, Theopomp.Hist.225a, Thphr.Char.11, Plb.8.9.8, Sm.Ps.52.2, Plu.Caes.9, D.Chr.55.13, Lib.Or.41.9, Lyd.Mag.3.58.
2 náusea, repugnancia συκίου ἀγρίου Hp.l.c., ὑπὸ τῆς ... βδελυρίας διεστράφησαν τὸν στόμαχον Iul.Or.9.190d.
Greek Monolingual
βδελυρία, η (Α) βδελυρός
1. αποκρουστική, κτηνώδης διαγωγή
2. ναυτία, τάση προς έμετο.
Greek Monotonic
βδελῠρία: ἡ, βίαιη, θηριώδης, κτηνώδης συμπεριφορά, έλλειψη καταισχύνης, ευπρέπειας, σεμνότητας, βαναυσότητα, σε Ρήτ.
Russian (Dvoretsky)
βδελυρία: ἡ гнусность, мерзость Aeschin., Isae.
Middle Liddell
[from βδελυρός
brutal conduct, want of shame and decency, brutality, Oratt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βδελυρία -ας, ἡ, Ion. βδελυρίη βδελυρός
1. walgelijk gedrag, walgelijkheid :. εἰς τοῦτο βδελυρίας ἦλθε καὶ παρανομίας zover was hij gekomen in walgelijkheid en onwettigheid And. 1.122; ἀπαιδευσίᾳ καὶ βδελυρίᾳ in onbeschaafdheid en walgelijkheid Luc. 31.14.
2. misselijkheid. Hp.