ἐκσείω: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(1ab)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκσείω:''' <b class="num">1)</b> вытряхивать (λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει Her.; ἐκσεσεῖσθαι [[χαμᾶζε]] Arph.; ὑπὸ πνευμάτων ἐκσεισθῆναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отряхивать (τὸ [[ἱμάτιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> досл. стряхивать, перен. лишать (τινά τινος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> отбрасывать, отвергать (τοῖς θορύβοις τι Diod.).
|elrutext='''ἐκσείω:'''<br /><b class="num">1)</b> вытряхивать (λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει Her.; ἐκσεσεῖσθαι [[χαμᾶζε]] Arph.; ὑπὸ πνευμάτων ἐκσεισθῆναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отряхивать (τὸ [[ἱμάτιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> досл. стряхивать, перен. лишать (τινά τινος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> отбрасывать, отвергать (τοῖς θορύβοις τι Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shake]] out of, τί τινος Hdt.:—Pass., Ar.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[shake]] out of, τί τινος Hdt.:—Pass., Ar.
}}
}}

Revision as of 12:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσείω Medium diacritics: ἐκσείω Low diacritics: εκσείω Capitals: ΕΚΣΕΙΩ
Transliteration A: ekseíō Transliteration B: ekseiō Transliteration C: ekseio Beta Code: e)ksei/w

English (LSJ)

   A shake out or off, τῆς κεφαλῆς ἐ. [τὸ δέρμα] Hdt.4.64; ἐ. τὴν ἐσθῆτα shake out one's clothes, Plu.Ant.79:—Pass., ἐκσέσεισται χαμᾶζ (sc. ὁ τρίβων) Ar.Ach.344, cf. Gal.7.624.    II drive out or forth, τῶν λογισμῶν ἐ. τινά Plu.Ant.14 ; ἐ. τὴν ἀπολογίαν reject it, D.S.18.66.

German (Pape)

[Seite 778] (s. σείω), heraus-, abschütteln; Her. 4, 64; ἐκσέσεισται χαμᾶζε Ar. Ach. 343; τὴν ἐσθῆτα, ausschütteln, Plut. Anton. 79; Timol. 15; θορύβοις τὴν ἀπολογίαν, verwerfen, D. Sic. 18, 66; τινά τινος, Plut. Anton. 14 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσείω: σείω πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτινάσσω, περιταμὼν κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα καὶ λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· ἐκσ. τὴν ἐσθῆτα, τινάσσω τὸ φόρεμά μου, Πλουτ. Ἀντών. 79: - Παθ., ἐκσέσεισται (ἐνν. ὁ τρίβων) Ἀριστοφ. Ἀχ. 343. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω, Λατ. excutere, τούτων... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων δόξα Πλουτ. Ἀντών. 14· ἐκσ. τὴν ἀπολογίαν, ἀπορρίπτειν, Διόδ. 18. 66.

French (Bailly abrégé)

1 arracher en secouant;
2 détacher en ébranlant : τῶν λογισμῶν ἐκσ. τινά PLUT ébranler qqn et le faire renoncer à ses desseins.
Étymologie: ἐκ, σείω.

Spanish (DGE)

I 1arrancar con violencia τῆς κεφαλῆς ἐκσείει (τὸ δέρμα) arranca a tirones el cuero cabelludo de la cabeza Hdt.4.64, en v. pas. ὑπὸ πνευμάτων ὁ Διόνυσος ἐκσεισθεὶς εἰς τὸ θέατρον κατηνέχθη la imagen de Dioniso arrancada por los vientos fue precipitada al teatro Plu.Ant.60.
2 estirar con fuerza, sacudir τὴν ἐσθῆτα Plu.Ant.79, cf. Tim.15, perf. en v. med. ἐκσέσεισται χαμᾶζ' (ὁ τρίβων) ya está sacudido en el suelo (el capote) Ar.Ach.344
náut. largar, tirar de ἐ. τοὺς κάλους largar rizos para desplegar las velas, Plb.6.44.6
fig. deshacer τὸ ... πλῆθος τοῖς θορύβοις ἐξέσεισε τὴν ἀπολογίαν la multitud con sus abucheos deshizo la defensa D.S.18.66.
3 de pers. llevar fuera, sacar fuera, apartar en sent. propio o fig. ὁ δ' ἐκσείσας αὐτοὺς τῆς εὐσεβείας θυμὸς ἐποίησεν πλεονεκτῆσαι κατὰ τὴν μάχην pero el ardor que los había apartado del cumplimiento religioso (del descanso sabático) los hizo también llevar ventaja en la lucha I.BI 2.518, τούτων ... τῶν λογισμῶν ἐξέσεισεν αὐτὸν ἡ παρὰ τῶν ὄχλων δόξα de estas cavilaciones lo sacó su reputación entre las masas Plu.Ant.14, cf. Arr.Epict.4.9.10, en v. pas. τῆς φάλαγγος ἐκσειόμενοι κατέπιπτον sacados de la falange se desplomaban I.BI 2.544, τοῦ δράκοντος ἐκσεισθέντες ταῖς πλοκαῖς siendo expulsados (al abismo ciertos herejes) por los anillos del dragón Meth.Symp.196, cf. Arr.Epict.4.9.11.
II intr. de pers. librarse de, apartarse ἐκσείων τῶν ἄλλων aislándose de los demás Luc.Tim.43.

Greek Monolingual

ἐκσείω)
1. σείω δυνατά προς τα έξω, τινάζω προς τα έξω, αποτινάζω, εκτινάσω
2. μτφ. βγάζω έξω από κάτι, απομακρύνω, αφαιρώ κάτι.

Greek Monotonic

ἐκσείω: μέλ. -σω, κουνώ, εκτρέπω, τι τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσείω:
1) вытряхивать (λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει Her.; ἐκσεσεῖσθαι χαμᾶζε Arph.; ὑπὸ πνευμάτων ἐκσεισθῆναι Plut.);
2) отряхивать (τὸ ἱμάτιον Plut.);
3) досл. стряхивать, перен. лишать (τινά τινος Plut.);
4) отбрасывать, отвергать (τοῖς θορύβοις τι Diod.).

Middle Liddell

fut. σω
to shake out of, τί τινος Hdt.:—Pass., Ar.