ἀράζω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(1)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=ἀρράζω<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[snarl]], [[growl]] of dogs (D. H.).<br />Other forms: <b class="b3">Ώῥᾳζω</b> (Cratin.); also <b class="b3">ῥύζω</b> (Hermipp.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἀρρίζω</b> (AB) and reduplicated <b class="b3">ἀραρίζω</b> (Ammon.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: On the anlaut Schwyzer 310 α. Onomatopoietic, Pre-Greek? Cf. [[ἄραβος]] and [[ἄραδος]].
|etymtx=ἀρράζω<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[snarl]], [[growl]] of dogs (D. H.).<br />Other forms: <b class="b3">Ώῥᾳζω</b> (Cratin.); also <b class="b3">ῥύζω</b> (Hermipp.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἀρρίζω</b> (AB) and reduplicated <b class="b3">ἀραρίζω</b> (Ammon.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: On the anlaut Schwyzer 310 α. Onomatopoietic, Pre-Greek? Cf. [[ἄραβος]] and [[ἄραδος]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράζω Medium diacritics: ἀράζω Low diacritics: αράζω Capitals: ΑΡΑΖΩ
Transliteration A: arázō Transliteration B: arazō Transliteration C: arazo Beta Code: a)ra/zw

English (LSJ)

or ἀρράζω,

   A snarl, growl, of dogs, Ael.NA5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 codd. (Onomatop., = make the sound ἀρα, ἀρρα.)

German (Pape)

[Seite 343] knurren, vom Hunde, Poll. 5, 86; auch ἀῤῥάζω geschrieben, Ael. H. A. 5, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράζω: ἤ ἀρράζω (α εὐφων., ῥάζω), ἐπί κυνῶν, κνυζῶμαι, «γουρλιάζω», «γρυνίζω», Αἰλ. π. Ζ. 5. 51, Πολυδ. Ε΄, 86, Φίλων 1. 694.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἀρράζω;
seul. prés.
grogner, gronder en parl. des chiens.
Étymologie: onomatopée.

Spanish (DGE)

de perros ladrar, gruñir D.H.16.2, Ael.NA 5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 (cód.), cf. ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν Hsch.

• Etimología: Formación onomatopéyica.

Greek Monolingual

(I)
αράσσω
1. προσορμίζω πλοίο
2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω
αγκυροβολώ
3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση
4. φρ. «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.
(II)
ἀράζω κ. ἀρράζω (Α)
(για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (βλ. και αρρηνής). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα άραβος και άραδος].

Frisk Etymological English

ἀρράζω
Grammatical information: v.
Meaning: snarl, growl of dogs (D. H.).
Other forms: Ώῥᾳζω (Cratin.); also ῥύζω (Hermipp.)
Derivatives: ἀρρίζω (AB) and reduplicated ἀραρίζω (Ammon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the anlaut Schwyzer 310 α. Onomatopoietic, Pre-Greek? Cf. ἄραβος and ἄραδος.