σύναμμα: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύναμμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;<br /><b class="num">2)</b> перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).
|elrutext='''σύναμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;<br /><b class="num">2)</b> перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
|elnltext=σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
}}
}}

Revision as of 17:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναμμα Medium diacritics: σύναμμα Low diacritics: σύναμμα Capitals: ΣΥΝΑΜΜΑ
Transliteration A: sýnamma Transliteration B: synamma Transliteration C: synamma Beta Code: su/namma

English (LSJ)

ατος, τό, (συνάπτω)

   A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10.    II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysipp., D.L.7.191.

German (Pape)

[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.

Greek (Liddell-Scott)

σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.

Russian (Dvoretsky)

σύναμμα: ατος τό
1) узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;
2) перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.