κλάπα: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(20) |
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ [[κλάπα]], Μ πληθ. και [[κλάποι]], οἱ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[τεμάχιο]] ή σιδερένιο [[έλασμα]] με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες<br /><b>2.</b> [[μετάλλινος]] [[μηχανισμός]] που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, [[στρόφιγγα]], [[μεντεσές]]<br /><b>3.</b> καθεμιά από τις σανίδες τις οποίες οι χωρικοί της Μακεδονίας προσδένουν [[κάτω]] από τα υποδήματα για να διευκολύνουν τη [[βάδιση]] [[πάνω]] στα χιόνια<br /><b>4.</b> καθεμιά από τις παρωπίδες του αλόγου<br /><b>5.</b> καθεμιά από τις κλείδες πνευστού μουσικού οργάνου<br /><b>6.</b> [[σιδερένιος]] [[κλοιός]] στον οποίο εφαρμόζει ο [[σύρτης]] της πόρτας<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κλάπες</i><br />ξύλινα τεμάχια τα οποία σφηνώνονται [[μέσα]] στον τοίχο για να στερεώνονται [[πάνω]] τους τα πλαίσια [[θυρών]], παραθύρων κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />η [[ποδοκάκκη]], όργανο βασανισμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ [[κλάπαι]] (μσν. και | |mltxt=η (Μ [[κλάπα]], Μ πληθ. και [[κλάποι]], οἱ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[τεμάχιο]] ή σιδερένιο [[έλασμα]] με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες<br /><b>2.</b> [[μετάλλινος]] [[μηχανισμός]] που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, [[στρόφιγγα]], [[μεντεσές]]<br /><b>3.</b> καθεμιά από τις σανίδες τις οποίες οι χωρικοί της Μακεδονίας προσδένουν [[κάτω]] από τα υποδήματα για να διευκολύνουν τη [[βάδιση]] [[πάνω]] στα χιόνια<br /><b>4.</b> καθεμιά από τις παρωπίδες του αλόγου<br /><b>5.</b> καθεμιά από τις κλείδες πνευστού μουσικού οργάνου<br /><b>6.</b> [[σιδερένιος]] [[κλοιός]] στον οποίο εφαρμόζει ο [[σύρτης]] της πόρτας<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι κλάπες</i><br />ξύλινα τεμάχια τα οποία σφηνώνονται [[μέσα]] στον τοίχο για να στερεώνονται [[πάνω]] τους τα πλαίσια [[θυρών]], παραθύρων κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />η [[ποδοκάκκη]], όργανο βασανισμού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ [[κλάπαι]] (μσν. και οι [[κλάποι]])<br />οι κορμοί, τα στελέχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> ξύλινα υποδήματα, τσόκαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>clava</i> «[[γόμφος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ)
νεοελλ.
1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες
2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές
3. καθεμιά από τις σανίδες τις οποίες οι χωρικοί της Μακεδονίας προσδένουν κάτω από τα υποδήματα για να διευκολύνουν τη βάδιση πάνω στα χιόνια
4. καθεμιά από τις παρωπίδες του αλόγου
5. καθεμιά από τις κλείδες πνευστού μουσικού οργάνου
6. σιδερένιος κλοιός στον οποίο εφαρμόζει ο σύρτης της πόρτας
7. στον πληθ. οι κλάπες
ξύλινα τεμάχια τα οποία σφηνώνονται μέσα στον τοίχο για να στερεώνονται πάνω τους τα πλαίσια θυρών, παραθύρων κ.λπ.
μσν.
η ποδοκάκκη, όργανο βασανισμού
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κλάπαι (μσν. και οι κλάποι)
οι κορμοί, τα στελέχη
αρχ.
στον πληθ. ξύλινα υποδήματα, τσόκαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < λατ. clava «γόμφος»].