ἔκλαμπρος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(10) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A very bright, φλόγες LXX Wi.17.5, cf. Sch.Arat. 169 : neut. as Adv., ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul.Adv. -ρως brilliantly, Annuario3.151 (Pisidia, ἐγλ-lapis).
German (Pape)
[Seite 766] sehr glänzend, sehr hell, Sp.; ἔκλαμπρον γελᾶν, hell auflachen, Ath. IV, 158 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de astros resplandeciente ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX Sap.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος PMag.3.143
•neutr. subst. τὸ ἔ. brillo Polem.Phgn.23
•fig. del alma, Leont.Const.Hom.9.51, cf. Cat.Cod.Astr.12.105.16.
2 de sonidos estrepitoso neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον mientras se reía estrepitosamente Ath.158d.
II adv. -ως brillantemente, con brillantez ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. SEG 2.717 (Pisidia, imper.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.