εφόδιο: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
(15) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐφόδιον]], Α συν. στον πληθ. [[ἐφόδια]], τὰ και ιων. [[τύπος]] [[ἐπόδια]])<br /><b>1.</b> τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την [[οδοιπορία]] ή το [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για [[κάτι]] και ειδικώς τα απαραίτητα [[πολεμοφόδια]], [[καθετί]] που χρειάζεται για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου<br /><b>3.</b> τα αναγκαία [[μέσα]] για τη [[συντήρηση]] («τα εφόδια για τον παραθερισμό μας»)<br /><b>5.</b> το [[προσόν]] («έχει την [[εντιμότητα]] ως μόνο [[εφόδιο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. και στον πληθ.) <i>τα εφόδια</i><br />τα απαιτούμενα για την [[επίτευξη]] οποιουδήποτε σκοπού («επιστημονικά, πνευματικά, ηθικά εφόδια»)<br /><b>μσν.</b><br />η αγία [[ευχαριστία]] ως [[μέσο]] σωτηρίας της ψυχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] άρθρ.) [[ἐφόδιον]]<br />το αναγκαίο χρηματικό [[ποσό]] για [[κάτι]] ή τα τρόφιμα για ορισμένο χρόνο, το [[κομπόδεμα]] («ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας [[ἐφόδιον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b | |mltxt=το (ΑΜ [[ἐφόδιον]], Α συν. στον πληθ. [[ἐφόδια]], τὰ και ιων. [[τύπος]] [[ἐπόδια]])<br /><b>1.</b> τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την [[οδοιπορία]] ή το [[ταξίδι]]<br /><b>2.</b> γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για [[κάτι]] και ειδικώς τα απαραίτητα [[πολεμοφόδια]], [[καθετί]] που χρειάζεται για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου<br /><b>3.</b> τα αναγκαία [[μέσα]] για τη [[συντήρηση]] («τα εφόδια για τον παραθερισμό μας»)<br /><b>5.</b> το [[προσόν]] («έχει την [[εντιμότητα]] ως μόνο [[εφόδιο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. και στον πληθ.) <i>τα εφόδια</i><br />τα απαιτούμενα για την [[επίτευξη]] οποιουδήποτε σκοπού («επιστημονικά, πνευματικά, ηθικά εφόδια»)<br /><b>μσν.</b><br />η αγία [[ευχαριστία]] ως [[μέσο]] σωτηρίας της ψυχής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[χωρίς]] άρθρ.) [[ἐφόδιον]]<br />το αναγκαίο χρηματικό [[ποσό]] για [[κάτι]] ή τα τρόφιμα για ορισμένο χρόνο, το [[κομπόδεμα]] («ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας [[ἐφόδιον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> τὰ [[ἐφόδια]]<br />(για τον ανθρώπινο οργανισμό) οι δυνάμεις και οι λειτουργίες του σώματος που συντελούν στη [[συντήρηση]]<br /><b>3.</b> [[αφορμή]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐφόδια]] ἐν τῷ κοινῷ» — τα χρήματα του δημόσιου ταμείου τα οποία προορίζονται για τις κρατικές ανάγκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>εφόδιον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια)
1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι
2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη διεξαγωγή του πολέμου
3. τα αναγκαία μέσα για τη συντήρηση («τα εφόδια για τον παραθερισμό μας»)
5. το προσόν («έχει την εντιμότητα ως μόνο εφόδιο»)
νεοελλ.
1. (συν. και στον πληθ.) τα εφόδια
τα απαιτούμενα για την επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού («επιστημονικά, πνευματικά, ηθικά εφόδια»)
μσν.
η αγία ευχαριστία ως μέσο σωτηρίας της ψυχής
αρχ.
1. (χωρίς άρθρ.) ἐφόδιον
το αναγκαίο χρηματικό ποσό για κάτι ή τα τρόφιμα για ορισμένο χρόνο, το κομπόδεμα («ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐφόδιον», Θουκ.)
2. πληθ. τὰ ἐφόδια
(για τον ανθρώπινο οργανισμό) οι δυνάμεις και οι λειτουργίες του σώματος που συντελούν στη συντήρηση
3. αφορμή για κάτι
4. φρ. «ἐφόδια ἐν τῷ κοινῷ» — τα χρήματα του δημόσιου ταμείου τα οποία προορίζονται για τις κρατικές ανάγκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εφόδιον (< επί + ὁδός)].