ὀχετηγός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχετηγός]] και [[ὀχεταγωγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που διοχετεύει [[νερό]] με [[αυλάκι]] ή τάφρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀχετηγός]]<br />[[κατασκευαστής]] αυλάκων ή τάφρων για [[διοχέτευση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ο τ. [[ὀχεταγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
|mltxt=[[ὀχετηγός]] και [[ὀχεταγωγός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που διοχετεύει [[νερό]] με [[αυλάκι]] ή τάφρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀχετηγός]]<br />[[κατασκευαστής]] αυλάκων ή τάφρων για [[διοχέτευση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ο τ. [[ὀχεταγωγός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀχετός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχετηγός Medium diacritics: ὀχετηγός Low diacritics: οχετηγός Capitals: ΟΧΕΤΗΓΟΣ
Transliteration A: ochetēgós Transliteration B: ochetēgos Transliteration C: ochetigos Beta Code: o)xethgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)

   A conducting or drawing off water by a ditch or conduit, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., πνεῦμα ὀ., of the flute, AP9.505.6; ἑῶν ὀ. ἐρώτων, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); ἔρως ὀ. ἀνίης ib.228 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 429] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, ἀνήρ, Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., πνεῦμα ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχετηγός: -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων ὕδωρ δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., πνεῦμα ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· οὕτως ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων αὐτόθι 362, 5, πρβλ. 5. 285· ἔρως ὀχ. ἀνίης αὐτόθι 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.
Étymologie: ὀχετός, ἄγω.

Greek Monolingual

ὀχετηγός και ὀχεταγωγός, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που διοχετεύει νερό με αυλάκι ή τάφρο
2. το αρσ. ως ουσ.ὀχετηγός
κατασκευαστής αυλάκων ή τάφρων για διοχέτευση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + -ηγός (< ἄγω), με έκταση λόγω συνθέσεως. Ο τ. ὀχεταγωγός < ὀχετός + ἀγωγός.

Greek Monotonic

ὀχετηγός: -όν (ὀχετός, ἄγω), αυτός που καθοδηγεί τη ροή του νερού ή διοχετεύει το νερό μέσω αυλακιού ή τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πνεῦμα ὀχετηγόν, λέγεται για τον αυλό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχετηγός:
1) проводящий канал(ы), отводящий воду (ἀπὸ κρήνης Hom.);
2) перен. служащий проводником (ἐρώτων, ἀνίης Anth.).

Middle Liddell

ὀχετ-ηγός, όν ὀχετός, ἄγω]
conducting or drawing off water by a ditch or conduit, Il.: metaph., πνεῦμα ὀχ., of the flute, Anth.