ασκός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> | |mltxt=ο (AM [[ἀσκός]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] ζώου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[περήφανος]], ο [[φαντασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυσερό]]<br /><b>2.</b> η [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — [[γδέρνω]] κάποιον ζωντανό ή τον [[κακοποιώ]] βάναυσα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] της λ. με αρχ. ινδ. <i>άtkα</i>- «[[ενδυμασία]], [[περιβολή]]», αβεστ. <i>aδka</i>-προσκρούει στη φωνητική [[δυσκολία]] <i>tk</i> > <i>σκ</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ο τ. [[ασκός]] προέρχεται από ΙΕ. <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- / <i>∂</i><sub>2</sub><i>d</i>-<i>ek</i>- (όπου το <i>∂</i><sub>2</sub> αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το <i>α</i>- στη Χεττιτική δε με το <i>h</i>- στον τ. <i>hatk</i>-). Η [[σύνδεση]] της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα <i>Fασκώνδας</i>, που ανάγεται σε τ. <i>Fαρσκός</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>pra</i>-<i>vraska</i>- «[[τομή]]») δεν [[είναι]] ικανοποιητική λόγω της απουσίας του <i>F</i> στον ομηρικό ήδη τ. [[ασκός]]. Επίσης, οι [[περαιτέρω]] συσχετισμοί της λ. με το ρ. <i>ασκέω</i> (-<i>ώ</i>) ή με το [[νάκος]] «[[δέρμα]]» (πρβλ. αγγλοσαξ. <i>noesc</i> «[[δέρμα]]») ή με το <i>αγ</i>-<i>σκός</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>aja</i>-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. [[ασκός]] αρχικά δηλώνει «το [[δέρμα]] γδαρμένου ζώου», [[σημασία]] από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «[[τουλούμι]], [[ασκός]] για [[κρασί]]» και «[[φυσερό]]» ([[Όμηρος]], Ιων.-Αττική), ενώ [[συχνά]] απαντά με μεταφορική [[χρήση]] για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την [[κοιλιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασκί]] (-<i>ίον</i>), [[ασκίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκίδιον]], [[άσκωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκοδέτης]], [[ασκοδορώ]], [[ασκοθύλακος]], [[ασκοπήρα]], [[ασκοπυτίνη]], [[ασκοφόρος]]<br />(μσν.νεοελλ.) [[ασκοδάβλα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
ο (AM ἀσκός)
1. σάκος από δέρμα ζώου
2. μτφ. ο περήφανος, ο φαντασμένος
αρχ.
1. το φυσερό
2. η κοιλιά
3. φρ. «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» — γδέρνω κάποιον ζωντανό ή τον κακοποιώ βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός της λ. με αρχ. ινδ. άtkα- «ενδυμασία, περιβολή», αβεστ. aδka-προσκρούει στη φωνητική δυσκολία tk > σκ, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. ασκός προέρχεται από ΙΕ. ∂2d-ek- / ∂2d-ek- (όπου το ∂2 αντιπροσωπεύεται στην Ελληνική μεν με το α- στη Χεττιτική δε με το h- στον τ. hatk-). Η σύνδεση της λ. με το βοιωτικό κύριο όνομα Fασκώνδας, που ανάγεται σε τ. Fαρσκός (πρβλ. αρχ. ινδ. pra-vraska- «τομή») δεν είναι ικανοποιητική λόγω της απουσίας του F στον ομηρικό ήδη τ. ασκός. Επίσης, οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. με το ρ. ασκέω (-ώ) ή με το νάκος «δέρμα» (πρβλ. αγγλοσαξ. noesc «δέρμα») ή με το αγ-σκός (πρβλ. αρχ. ινδ. aja-) φαίνονται αβάσιμοι. Η λ. ασκός αρχικά δηλώνει «το δέρμα γδαρμένου ζώου», σημασία από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «τουλούμι, ασκός για κρασί» και «φυσερό» (Όμηρος, Ιων.-Αττική), ενώ συχνά απαντά με μεταφορική χρήση για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την κοιλιά».
ΠΑΡ. ασκί (-ίον), ασκίτης
αρχ.
ασκίδιον, άσκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ασκοδέτης, ασκοδορώ, ασκοθύλακος, ασκοπήρα, ασκοπυτίνη, ασκοφόρος
(μσν.νεοελλ.) ασκοδάβλα].