χρησμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρησμοσύνη:''' <b class="num">I</b> ἡ [[χράω]] III] предсказание, оракул: μετεῖναι τῆς χρησμοσύνης Her. пренебречь оракулом, по по друг. [[χράομαι]] I] отказаться от (чьих-л.) услуг.<br /><b class="num">II</b> ἡ [[χράω]] IV] недостаток, скудость Plut.
|elrutext='''χρησμοσύνη:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ [[χράω]] III] предсказание, оракул: μετεῖναι τῆς χρησμοσύνης Her. пренебречь оракулом, по по друг. [[χράομαι]] I] отказаться от (чьих-л.) услуг.<br /><b class="num">II</b> ἡ [[χράω]] IV] недостаток, скудость Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρησμοσύνη]], ἡ, [[χράομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[need]], [[want]], [[poverty]], Tyrtae.<br /><b class="num">II.</b> [[importunity]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[χρησμοσύνη]], ἡ, [[χράομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[need]], [[want]], [[poverty]], Tyrtae.<br /><b class="num">II.</b> [[importunity]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοσύνη Medium diacritics: χρησμοσύνη Low diacritics: χρησμοσύνη Capitals: ΧΡΗΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chrēsmosýnē Transliteration B: chrēsmosynē Transliteration C: chrismosyni Beta Code: xrhsmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A need, want, poverty, Tyrt.10.8, A.R.2.473, Plot.1.8.5.    2 in mystical sense, opp. κόρος and corresponding to διακόσμησις, Heraclit.65, cf. Ph.1.89, 2.242, Plu.2.389c.    II importunity, τῆς χ. μετίεσαν Hdt.9.33.    III service, A.R.1.837.

German (Pape)

[Seite 1375] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Mangel; Tyrt. 1, 8; κόρος καὶ χρησμοσύνη, Ueberfluß und Mangel. Heraclit. bei Philo; dah. auch Verlangen, Begehren, Wunsch, Her. 9, 33.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοσύνη: ἡ, ἀπορία, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Τυρταῖος 7. 8 (διάφ. γραφ. ἀντὶ χρημοσύνη), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 837, κ. ἀλλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ἡρακλείτ. = διακόσμησις, ἴδε Ἀποσπ. 24 Bywater· πρβλ. Φίλωνα 1. 89. ΙΙ. λιπαρία, λιπαρὴς παράκλησις, μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης Ἡρόδ. 9. 33 (ἔνθα ὁ Schweigh. ἡμαρτημένως ἐνόησεν αὐτὸ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μαντοσύνη, ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 manque, besoin, indigence;
2 désir d’acquérir, désir.
Étymologie: χρησμός.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α
έλλειψη, χρεία
αρχ.
1. επίμονη παράκληση
2. υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο -σ-. Η σύνδεση του τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.].

Greek Monotonic

χρησμοσύνη: ἡ (χράομαι
I. ανάγκη, έλλειψη, φτώχεια, σε Τυρτ.
II. πιεστική παράκληση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοσύνη:
Iχράω III] предсказание, оракул: μετεῖναι τῆς χρησμοσύνης Her. пренебречь оракулом, по по друг. χράομαι I] отказаться от (чьих-л.) услуг.
IIχράω IV] недостаток, скудость Plut.

Middle Liddell

χρησμοσύνη, ἡ, χράομαι
I. need, want, poverty, Tyrtae.
II. importunity, Hdt.