μετακινώ: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(24)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM μετακινῶ, -έω, Μ και μετακουνώ)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] από μια [[θέση]] σε [[άλλη]], [[μετατοπίζω]], [[μεταθέτω]], [[μεταφέρω]] [[αλλού]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μετακινούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απωθώ]], [[αποκρούω]]<br /><b>2.</b> [[ξεκινώ]] με [[κατεύθυνση]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]], κατευθύνομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br />β) <b>μτφ.</b> ταράζομαι, αναστατώνομαι, [[τρομάζω]]<br />γ) μετατοπίζομαι, [[περπατώ]], [[βαδίζω]]<br />δ) απομακρύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], [[αλλάζω]] («Κίμωνα, ὅτι τὴν Παρίων μετεκίνησε πολιτείαν ἐφ' ἑαυτοῡ», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=(ΑM μετακινῶ, -έω, Μ και μετακουνώ)<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] από μια [[θέση]] σε [[άλλη]], [[μετατοπίζω]], [[μεταθέτω]], [[μεταφέρω]] [[αλλού]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μετακινούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[μεταβαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απωθώ]], [[αποκρούω]]<br /><b>2.</b> [[ξεκινώ]] με [[κατεύθυνση]] [[προς]] κάποιο [[μέρος]], κατευθύνομαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br />β) <b>μτφ.</b> ταράζομαι, αναστατώνομαι, [[τρομάζω]]<br />γ) μετατοπίζομαι, [[περπατώ]], [[βαδίζω]]<br />δ) απομακρύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]], [[τροποποιώ]], [[αλλάζω]] («Κίμωνα, ὅτι τὴν Παρίων μετεκίνησε πολιτείαν ἐφ' ἑαυτοῦ», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

(ΑM μετακινῶ, -έω, Μ και μετακουνώ)
1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφέρω αλλού
2. μέσ. μετακινούμαι, -έομαι
μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο
μσν.
1. απωθώ, αποκρούω
2. ξεκινώ με κατεύθυνση προς κάποιο μέρος, κατευθύνομαι
3. μέσ. α) ορμώ, επιτίθεμαι
β) μτφ. ταράζομαι, αναστατώνομαι, τρομάζω
γ) μετατοπίζομαι, περπατώ, βαδίζω
δ) απομακρύνομαι
αρχ.
μεταβάλλω, τροποποιώ, αλλάζω («Κίμωνα, ὅτι τὴν Παρίων μετεκίνησε πολιτείαν ἐφ' ἑαυτοῦ», Δημοσθ.).