διαμηχανάομαι: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(1a) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diamichanaomai | |Transliteration C=diamichanaomai | ||
|Beta Code=diamhxana/omai | |Beta Code=diamhxana/omai | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">bring about, contrive</b>, δ. | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">bring about, contrive</b>, δ. ὅπως… <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>917</span>; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>179d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:35, 26 February 2019
English (LSJ)
A bring about, contrive, δ. ὅπως… Ar.Eq.917; δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς Ἅιδου Pl.Smp.179d.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., aussinnen, bewerkstelligen, c. inf., Plat. Conv. 179 d; ὅπως, 213 u. öfter; Ar. Equ. 917 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμηχᾰνάομαι: ἀποθ., ἐφευρίσκω, κατορθώνω, ἐπινοῶ, δ. ὅπως… Ἀριστοφ. Ἱππ. 917· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Συμπ. 179D.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
essayer par toutes sortes de moyens.
Étymologie: διά, μηχανάω.
Spanish (DGE)
(διαμηχᾰνάομαι) 1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf. δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδου Pl.Smp.179d, ἔξω περισπᾶν Plu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr. δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι με Pl.Ep.348a, c. ὅπως: διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃς Ar.Eq.917, τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηται Pl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar τοῦτο Plu.Cat.Mi.34, πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήρια D.H.1.27, tb. c. gen. προφάσεως Hom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas. διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇ Anon.Trag.23.
Greek Monotonic
διαμηχᾰνάομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κατορθώνω, επινοώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαμηχᾰνάομαι: постоянно затевать, усиленно выдумывать, изобретать всяческие способы (ποιεῖν τι Plat., Plut.): διαμηχανήσομαι ὅπως ἂν … Arph. я уж устрою так, чтобы ….
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μηχανάομαι uitproberen, verzinnen.