τονθορύζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(1b)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τονθορύζω]], only in pres.]<br />to [[speak]] [[inarticulately]], [[mutter]], [[babble]], Ar. [Formed from the [[sound]].]
|mdlsjtxt=[[τονθορύζω]], only in pres.]<br />to [[speak]] [[inarticulately]], [[mutter]], [[babble]], Ar. [Formed from the [[sound]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''τονθορύζω''': {tonthorúzō}<br />'''Forms''': Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und [[τονθρύζω]],<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[murmeln]], [[undeutlich reden]], [[röcheln]] (A. ''Fr''. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).<br />'''Composita''' : vereinzelt m. ὑπο-, δια-,<br />'''Derivative''': Davon τονθ(ο)ρυσμός m. [[das Murmeln]] (Phryn.), [[τονθρυστής]] = [[γογγυστής]] (Aq.); Rückbildung [[τονθρύς]]· [[φωνή]] H.<br />'''Etymology''' : Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu [[θόρυβος]], [[θρυλέω]], [[θρέομαι]] (s.dd.); Suffix wie [[γογγύζω]], [[γρύζω]], [[ὀλολύζω]] u.a. (Schwyzer 716). — Daneben [[τονθολυγέω]] [[gurgeln]], [[glucksen]] (Pherekr.); vgl. [[οἰνοφλυγέω]], -φλυξ, [[πομφόλυξ]], -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. [[τανθαρύζω]].<br />'''Page''' 2,909
}}
}}

Revision as of 15:50, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονθορύζω Medium diacritics: τονθορύζω Low diacritics: τονθορύζω Capitals: ΤΟΝΘΟΡΥΖΩ
Transliteration A: tonthorýzō Transliteration B: tonthoryzō Transliteration C: tonthoryzo Beta Code: tonqoru/zw

English (LSJ)

or τον-ίζω,

   A speak inarticulately, mumble, Ar.Ach.683 (troch.), Ra.747, V.614 (anap.), Luc.Deor.Conc.1, Aristaenet.2.6; gurgle, ἐτονθόρυζε ταῦρος <ὡς> νεοσφαγής A.Fr.298:—in all these passages the best codd. have the form in -ύζω; τονθορύξει (prob. 2sg. fut.) occurs in Herod.7.77; both forms are cited by Hsch.; -ίζω is found in codd. of Gal.2.689, Thom.Mag.p.352R., etc., but is never expressly mentioned by Gramm.; cf. ὑποτονθορύζω.— Rarer collat. forms, τονθολῠγέω, gurgle, Pherecr.108.4; distd. from τανθαρύζω (q.v.) by Ptol.Asc.p.410H., Ammon.Diff.p.79V.; τονθρ-ύζω, Herod.8.8, Opp.C.2.541, 3.169 (recognized as Att. along with τονθορύζω by Phryn.336, cf. PSp.115 B.); cf. τον-ύς, ἡ, muttering, Hsch.; τον-υστής, οῦ, ὁ, mutterer, = γογγυστής, Aq.Pr.16.28; τον-υσμός and τονθορυσμός, ὁ, Phryn.336. (Prob. onomatop.)

German (Pape)

[Seite 1127] u. τονθορίζω, undeutlich reden, murmeln, murren; Ar. Ach. 653 Vesp. 614; der Schol. zur ersten Stelle sagt λάθρα φθεγγόμενοι, ὑπότρομοι, τὰ χείλη κινοῦντες; vgl. Opp. Cyn. 3, 169 u. Phryn. in B. A. 67.

Greek (Liddell-Scott)

τονθορύζω: ἢ -ίζω, γογγύζω, ψιθυρίζω, κρύφα καὶ κατ’ ἐμαυτὸν μετὰ γογγυσμοῦ τι λέγω, κοινῶς «μουρμουρίζω», Ἀριστοφ. Ἀχ. 683, Βάτρ. 747, Σφ. 614, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 1, Ἀρισταίν. 2. 6· - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις τὰ δοκιμώματα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι τὸν τύπον εἰς -ύζω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 358· ἀμφότεροι οἱ τύποι μνημονεύονται παρ’ Ἡσυχ.· ἕτεροι τῶν γραμμ. ἀμφισβητοῦσι περὶ τοῦ πότερος τῶν τύπων ὁ ὀρθός. - Σπανιώτεροι τύποι ἰσοδύναμοι εἶναι: τονθορυγέω ἢ -λυγέω, τονθορυγοῦντες (νῦν πομφολυγοῦντες) Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 4· τονθρύζω ἢ τονθρίζω, Ὀππ. Κυν. 2. 541., 3. 169, πρβλ. τονθρύς, ύος, ἡ, φωνή, ψιθυρισμός, Ἡσύχ.· τονθρυσμός, οῦ, ὁ, Φρυνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Πιθαν. ὀνοματοπ.).

French (Bailly abrégé)

faire entendre un bruit confus ; gronder, murmurer.
Étymologie: DELG apparenté à θόρυβος, θρυλέω.

Greek Monotonic

τονθορύζω: εν χρήσει μόνο στον ενεστ., μιλάω χωρίς να εκφράζομαι με ευκρίνεια, ψιθυρίζω, μουρμουρίζω, σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

τονθορύζω: бормотать, ворчать Arph., Luc.

Middle Liddell

τονθορύζω, only in pres.]
to speak inarticulately, mutter, babble, Ar. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

τονθορύζω: {tonthorúzō}
Forms: Aor. -ύσαι, Fut. -ύξω, auch -ίζω und τονθρύζω,
Grammar: v.
Meaning: murmeln, undeutlich reden, röcheln (A. Fr. 298 = 630 M., Ar., Herod., Luk., Opp. u.a.).
Composita : vereinzelt m. ὑπο-, δια-,
Derivative: Davon τονθ(ο)ρυσμός m. das Murmeln (Phryn.), τονθρυστής = γογγυστής (Aq.); Rückbildung τονθρύς· φωνή H.
Etymology : Expressive Reduplikationsbildung mit Dissimilation zu θόρυβος, θρυλέω, θρέομαι (s.dd.); Suffix wie γογγύζω, γρύζω, ὀλολύζω u.a. (Schwyzer 716). — Daneben τονθολυγέω gurgeln, glucksen (Pherekr.); vgl. οἰνοφλυγέω, -φλυξ, πομφόλυξ, -ύξαι. — Zu τοιθορύσσειν s. τανθαρύζω.
Page 2,909