σφάραγος: Difference between revisions
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σφάραγος]], ὁ,<br />a bursting with a [[noise]]. | |mdlsjtxt=[[σφάραγος]], ὁ,<br />a bursting with a [[noise]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σφάραγ[γ]ος''': {sphárag[g]os}<br />'''Meaning''': [[βρόγχος]], [[τράχηλος]], [[λοιμός]], [[ψόφος]] H., = [[φάρυγξ]] (Apion ap. Phot.).<br />'''Etymology''' : Vgl. zu 1. [[ἀσφάραγος]].<br />'''Page''' 2,828 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 2 October 2019
English (LSJ)
βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.:
A = φάρυγξ, Apion ap.Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-σφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος»
2. φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το σχήμα σμαραγῶ: σμάραγος. Η ερμηνεία, τέλος, που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «τράχηλος, λαιμός, φάρυγγας» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του με τη λ. ἀσφάραγος (Ι) «φάρυγγας, λαιμός»].
Greek Monotonic
σφάραγος: ὁ, θορυβώδης έκρηξη, έκρηξη που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: See on 1. ἀσφάραγος.
Middle Liddell
σφάραγος, ὁ,
a bursting with a noise.
Frisk Etymology German
σφάραγ[γ]ος: {sphárag[g]os}
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology : Vgl. zu 1. ἀσφάραγος.
Page 2,828