ἀπαράβατος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(1a)
(c1)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραβαίνω]]<br />not [[passing]] [[over]] to [[another]], not [[passing]] [[away]], [[unchangeable]], NTest.
|mdlsjtxt=[[παραβαίνω]]<br />not [[passing]] [[over]] to [[another]], not [[passing]] [[away]], [[unchangeable]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢par£batoj 阿-爬拉-巴拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':不-在旁-步的<p>'''字義溯源''':不終止的,不可交換的,永久的,不可侵犯的,長久不更換的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[παραβαίνω]])=違反)組成;其中 ([[παραβαίνω]])又由([[παρά]])*=旁,出於)與([[βάσις]])=腳步)組成,而 ([[βάσις]])出自([[βαθύς]])X*=行走)。這字本意是不更換的,或永久的。和合本把兩個意思併在一起:長久不更換的( 來7:24)<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 長久不更換的(1) 來7:24
}}
}}

Revision as of 19:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράβᾰτος Medium diacritics: ἀπαράβατος Low diacritics: απαράβατος Capitals: ΑΠΑΡΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: aparábatos Transliteration B: aparabatos Transliteration C: aparavatos Beta Code: a)para/batos

English (LSJ)

ον,

   A unalterable, εἱρμὸς αἰτιῶν Stoic.2.266; ἐπιπλοκή, of causation, Chrysipp.ib.293; τάξις Plu.2.410f; ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα Ocell.1.15; infallible, προρρήσεις Iamb.VP28.135, cf. Philum.Ven. 4.14; also of persons, Cat.Cod.Astr.8(4).215. Adv. -τως Chrysippsipp.Stoic.2.279.    2 inviolable, κύρια καὶ ἀ. PRyl.65.18 (i B.C.), cf. PGrenf.1.60.7 (vi A.D.).    3 permanent, perpetual, ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24.    3 Act., not transgressing, J.AJ18.8.2; ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA10p.435M. Adv. -τως Arr.Epict.2.15.1.

German (Pape)

[Seite 279] 1) nicht zu übertreten, unverletzbar, νόμος Epict., wie Plut. Symp. 9, 14, 6; fest, unwandelbar, θεῖος λόγος fat. 1, oft. – 2) nicht auf einen Andern übergehend, ἱερωσύνη ep. Hebr. 7, 27; die bestimmten Grenzen nichtüberschreitend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράβατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, ὅθεν ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, ἀμετάβλητος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas transgresser.
Étymologie: ἀ, παραβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr. y n. de acción
1 que no puede ser transgredido ἀ. ἐπιπλοκή la inalterable concatenación causal Chrysipp.Stoic.2.293, εἱρμὸς ... αἰτιῶν Chrysipp.Stoic.2.266, τάξις Plu.2.410f, M.Ant.12.14, (ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα) Ocell.1.15.
2 inviolable, perpetuo κύρια καὶ ἀπαράβατα PRyl.65.18 (I a.C.), ἄτρωτα καὶ ἀσάλευτα καὶ ἀπαράβατα PLond.1015.12 (VI d.C.), ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24, καὶ πᾶν τὸ βέλτιστον φαινόμενον ἔστω σοι νόμος ἀ. y que sea para ti ley inviolable todo lo que te parezca mejor Epict.Ench.51.2, πράσις PGrenf.1.60.7 (VI d.C.), παράδοσις Basil.M.32.117A.
II gener. de pers.
1 que no incumple εἰς νῦν ἀπαράβατοι μεμενηκότες I.AI 18.266, ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA 10.13.
2 que no falla, infalible de pers. Cat.Cod.Astr.8(4).215
de abstr. προρρήσεις ... σεισμῶν ἀπαράβατοι Iambl.VP 135, τοῦτο ἀπαράβατον Philum.Ven.4.14, cf. Procl.CP Or.M.65.728A.
III adv. -τως
1 inalterablemente γίγνεσθαι Chrysipp.Stoic.2.279.
2 inflexiblemente ἐμμένειν Arr.Epict.2.15.1, προβλέπειν Didym.Trin.2.7.12.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of παραβαίνω; not passing away, i.e. untransferable (perpetual): unchangeable.

English (Thayer)

ἀπαράβατον (παραβαίνω), from the phrase παραβαίνειν νόμον to transgress i. e. to violate, signifying either unviolated, or not to be violated, inviolable: ἱερωσύνη unchangeable and therefore not liable to pass to a successor, Lob. ad Phryn., p. 313; in Josephus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαράβατος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει κανείς να παραβεί
αρχ.
1. αυτός που δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, ο σταθερός
2. όποιος δεν παραβαίνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀπαράβᾰτος: -ον (παραβαίνω), αυτός τον οποίο δεν μπορεί να παραβεί κάποιος ή να τον μεταβάλλει σε κάτι άλλο, αυτός που δεν παρέρχεται, αμετάτρεπτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράβατος: нерушимый (ἡ νενομισμένη τάξις Plut.).

Middle Liddell

παραβαίνω
not passing over to another, not passing away, unchangeable, NTest.

Chinese

原文音譯:¢par£batoj 阿-爬拉-巴拖士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:不-在旁-步的

字義溯源:不終止的,不可交換的,永久的,不可侵犯的,長久不更換的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(παραβαίνω)=違反)組成;其中 (παραβαίνω)又由(παρά)*=旁,出於)與(βάσις)=腳步)組成,而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。這字本意是不更換的,或永久的。和合本把兩個意思併在一起:長久不更換的( 來7:24)

出現次數:總共(1);來(1)

譯字彙編

1) 長久不更換的(1) 來7:24