ἔξυπνος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(1ab)
(c1)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔξ-υπνος, ον<br />awakened out of [[sleep]], NTest.
|mdlsjtxt=ἔξ-υπνος, ον<br />awakened out of [[sleep]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':œxupnoj 誒克士-語普挪士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':出去-睡<p>'''字義溯源''':醒著的,喚醒的,醒;由([[ἐκ]] / [[ἐκπερισσῶς]] / [[ἐκφωνέω]])*=出來)與([[ὕπνος]])*=睡)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 醒(1) 徒16:27
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξυπνος Medium diacritics: ἔξυπνος Low diacritics: έξυπνος Capitals: ΕΞΥΠΝΟΣ
Transliteration A: éxypnos Transliteration B: exypnos Transliteration C: eksypnos Beta Code: e)/cupnos

English (LSJ)

ον,

   A awakened out of sleep, ἔ. γενέσθαι LXX 1 Es.3.3, Act.Ap.16.27, J.AJ11.3.2, Zos.Alch.p.118 B. Adv. -νως PGiss.1.19.4 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 890] aufgeweckt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξυπνος: -ον, ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγηγερμένος, ἔξυπνος, «ξυπνητός», ὡς καὶ νῦν, ἔξ. γενέσθαι Πράξ. Ἀποστ. ιϛʹ, 27˙ παρὰ Μ. Ἀντων. 10. 13, ἐξ ὕπνου γενέσθαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réveillé.
Étymologie: ἐξ, ὕπνος.

English (Strong)

from ἐκ and ὕπνος; awake: X out of sleep.

English (Thayer)

ἐξυπνον (ὕπνος), roused out of sleep: Josephus, Antiquities 11,3, 2).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξυπνος, -ον) ύπνος
ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη
μσν.- νεοελλ.
1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός
2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη.

Greek Monotonic

ἔξυπνος: -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, ξύπνιος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἔξυπνος: проснувшийся NT.

Middle Liddell

ἔξ-υπνος, ον
awakened out of sleep, NTest.

Chinese

原文音譯:œxupnoj 誒克士-語普挪士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:出去-睡

字義溯源:醒著的,喚醒的,醒;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出來)與(ὕπνος)*=睡)組成

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 醒(1) 徒16:27