ἐπιχορηγία: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(1ab)
(c1)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιχορηγία]], ἡ, [from [[ἐπιχορηγέω]]<br />[[additional]] [[help]], NTest.
|mdlsjtxt=[[ἐπιχορηγία]], ἡ, [from [[ἐπιχορηγέω]]<br />[[additional]] [[help]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿<p>'''詞類次數''':名詞(2)<p>'''原文字根''':在上-合唱隊-帶領<p>'''字義溯源''':貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自([[ἐπιχορηγέω]])=充足供給);由([[ἐπί]])*=在⋯上)與([[χορηγέω]])=舞會主管)組成;其中 ([[χορηγέω]])又由([[χορός]])*=圓場)與([[ἄγω]])*=帶領)組成<p/>'''出現次數''':總共(2);弗(1);腓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχορηγία Medium diacritics: ἐπιχορηγία Low diacritics: επιχορηγία Capitals: ΕΠΙΧΟΡΗΓΙΑ
Transliteration A: epichorēgía Transliteration B: epichorēgia Transliteration C: epichorigia Beta Code: e)pixorhgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16 ; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.

English (Strong)

from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.

English (Thayer)

ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιχορηγία)
επιχορήγηση
αρχ.-μσν.
βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῡ πνεύματος»).

Greek Monotonic

ἐπιχορηγία: ἡ, επιπρόσθετη βοήθεια, αρωγή, συμπληρωματική συνδρομή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχορηγία: ἡ содействие, поддержка NT.

Middle Liddell

ἐπιχορηγία, ἡ, [from ἐπιχορηγέω
additional help, NTest.

Chinese

原文音譯:™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:在上-合唱隊-帶領

字義溯源:貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自(ἐπιχορηγέω)=充足供給);由(ἐπί)*=在⋯上)與(χορηγέω)=舞會主管)組成;其中 (χορηγέω)又由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成

出現次數:總共(2);弗(1);腓(1)

譯字彙編

1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19