χειραγωγός: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(c2) |
(cc2) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=χειραγωγον ([[χείρ]] and [[ἄγω]]), [[leading]] [[one]] by the [[hand]]: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; [[Plutarch]], others.) | |txtha=χειραγωγον ([[χείρ]] and [[ἄγω]]), [[leading]] [[one]] by the [[hand]]: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; [[Plutarch]], others.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':ceiragwgÒj 黑而-阿哥哥士< | |sngr='''原文音譯''':ceiragwgÒj 黑而-阿哥哥士<br />'''詞類次數''':形,名(1)<br />'''原文字根''':手-帶領(者)<br />'''字義溯源''':用手帶領者,用手牽領,拉著手;由([[χείρ]])*=手)與([[ἄγω]])*=帶領)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 用手牽領(1) 徒13:11 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2019
English (LSJ)
όν,
A leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr.8.464 (Egypt). 2 Subst., leader, guide, ἔχει . . χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4.
German (Pape)
[Seite 1344] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειρᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui conduit par la main ; ὁ ou ἡ χειραγωγός PLUT guide, conducteur, conductrice.
Étymologie: χείρ, ἄγω.
English (Strong)
from χείρ and a reduplicated form of ἄγω; a hand-leader, i.e. personal conductor (of a blind person): some to lead by the hand.
English (Thayer)
χειραγωγον (χείρ and ἄγω), leading one by the hand: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)
2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν χειραγωγός», Δίον. Αρ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. σχοινί στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. βαρδαμάνα και βαρδατζέντα
2. ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα σε σκάλα σπιτιού, χειρολαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός].
Greek Monotonic
χειρᾰγωγός: ὁ, κάποιος που οδηγεί κάποιον από το χέρι, καθοδηγητής, οδηγός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
χειρᾰγωγός: ὁ и ἡ проводник, вожатый или руководитель Plut., NT.
Middle Liddell
χειρ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
one that leads by the hand, a leader, guide, NTest.
Chinese
原文音譯:ceiragwgÒj 黑而-阿哥哥士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:手-帶領(者)
字義溯源:用手帶領者,用手牽領,拉著手;由(χείρ)*=手)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 用手牽領(1) 徒13:11