сдерживать: Difference between revisions
From LSJ
(fix) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀνασειράζω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[κρατέω]], [[ἐγχαλινόω]], [[σωφρονίζω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἀνακρούω]], [[ἀγκρούομαι]], [[συνέχω]], [[ἴσχω]], [[πεδάω]], [[κατακρατέω]], [[καταπέσσω]], [[καταπέττω]], [[καταπέπτω]], [[προσαναστέλλω]], [[καταστέλλω]], [[διατρίβω]], [[ἀνακόπτω]], [[ἐγκατέχω]], [[ἰσχάνω]], [[ἐπιλάζυμαι]], [[παύω]], [[ἀνακωχεύω]], [[ἀνοκωχεύω]], [[συναποβιάζομαι]], [[ἀποπαύω]], [[ἀνείργω]], [[ἀνεέργω]], [[ἐρύκω]], [[συγκατέχω]], [[λήγω]], [[ὑπολαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], [[θεμίζω]], [[σβέννυμι]], [[σβεννύω]], [[παρακατέχω]], [[ἐρητύω]], [[ἀπερύκω]], [[ἐπίσχω]], [[διακατέχω]], [[βεβαιόω]] | |rueltext=[[πιέζω]], [[ἀνασειράζω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[κρατέω]], [[ἐγχαλινόω]], [[σωφρονίζω]], [[ἀναστέλλω]], [[ἀνακρούω]], [[ἀγκρούομαι]], [[συνέχω]], [[ἴσχω]], [[πεδάω]], [[κατακρατέω]], [[καταπέσσω]], [[καταπέττω]], [[καταπέπτω]], [[προσαναστέλλω]], [[καταστέλλω]], [[διατρίβω]], [[ἀνακόπτω]], [[ἐγκατέχω]], [[ἰσχάνω]], [[ἐπιλάζυμαι]], [[παύω]], [[ἀνακωχεύω]], [[ἀνοκωχεύω]], [[συναποβιάζομαι]], [[ἀποπαύω]], [[ἀνείργω]], [[ἀνεέργω]], [[ἐρύκω]], [[συγκατέχω]], [[λήγω]], [[ὑπολαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]], [[θεμίζω]], [[σβέννυμι]], [[σβεννύω]], [[παρακατέχω]], [[ἐρητύω]], [[ἀπερύκω]], [[ἐπίσχω]], [[διακατέχω]], [[βεβαιόω]], [[κατείργω]], [[στέλλω]], [[ἀνέχω]], [[ἐπέχω]], [[εἴργω]], [[κατέχω]], [[μετριάζω]], [[ἀμβλύνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 15 October 2019
Russian > Greek
πιέζω, ἀνασειράζω, ἀντιλαμβάνω, κρατέω, ἐγχαλινόω, σωφρονίζω, ἀναστέλλω, ἀνακρούω, ἀγκρούομαι, συνέχω, ἴσχω, πεδάω, κατακρατέω, καταπέσσω, καταπέττω, καταπέπτω, προσαναστέλλω, καταστέλλω, διατρίβω, ἀνακόπτω, ἐγκατέχω, ἰσχάνω, ἐπιλάζυμαι, παύω, ἀνακωχεύω, ἀνοκωχεύω, συναποβιάζομαι, ἀποπαύω, ἀνείργω, ἀνεέργω, ἐρύκω, συγκατέχω, λήγω, ὑπολαμβάνω, καταλαμβάνω, θεμίζω, σβέννυμι, σβεννύω, παρακατέχω, ἐρητύω, ἀπερύκω, ἐπίσχω, διακατέχω, βεβαιόω, κατείργω, στέλλω, ἀνέχω, ἐπέχω, εἴργω, κατέχω, μετριάζω, ἀμβλύνω