свежий: Difference between revisions
From LSJ
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀκέραιος]], [[λιπαρός]], [[εὔζωνος]], [[ἐΰζωνος]], [[νεοθηλής]], [[νεοθαλής]], [[νεαλής]], [[νεώρης]], [[νεόπηκτος]], [[νεοχάρακτος]], [[νεόφοιτος]], [[ἀρτιπαγής]], [[νεότομος]], [[ἀρτιθαλής]], [[νεογενής]], [[ἀρτιφυής]], [[ἀδίαντος]], [[ἀκμής]], [[ποταίνιος]], [[ἑρσήεις]], [[ἐερσήεις]], [[δροσώδης]], [[δροσερός]], [[εὔχροος]], [[εὔχρους]], [[νεόγυιος]], [[νεόσφακτος]], [[πρόσφατος]], [[ἑτεραλκής]], [[ἐξημοιβός]], [[θερμός]], [[νεόδμητος]], [[ἀνθηρός]] | |rueltext=[[ὡραῖος]], [[νέος]], [[νεαρός]], [[ἀκέραιος]], [[λιπαρός]], [[εὔζωνος]], [[ἐΰζωνος]], [[νεοθηλής]], [[νεοθαλής]], [[νεαλής]], [[νεώρης]], [[νεόπηκτος]], [[νεοχάρακτος]], [[νεόφοιτος]], [[ἀρτιπαγής]], [[νεότομος]], [[ἀρτιθαλής]], [[νεογενής]], [[ἀρτιφυής]], [[ἀδίαντος]], [[ἀκμής]], [[ποταίνιος]], [[ἑρσήεις]], [[ἐερσήεις]], [[δροσώδης]], [[δροσερός]], [[εὔχροος]], [[εὔχρους]], [[νεόγυιος]], [[νεόσφακτος]], [[πρόσφατος]], [[ἑτεραλκής]], [[ἐξημοιβός]], [[θερμός]], [[νεόδμητος]], [[ἀνθηρός]], [[νόστιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
ὡραῖος, νέος, νεαρός, ἀκέραιος, λιπαρός, εὔζωνος, ἐΰζωνος, νεοθηλής, νεοθαλής, νεαλής, νεώρης, νεόπηκτος, νεοχάρακτος, νεόφοιτος, ἀρτιπαγής, νεότομος, ἀρτιθαλής, νεογενής, ἀρτιφυής, ἀδίαντος, ἀκμής, ποταίνιος, ἑρσήεις, ἐερσήεις, δροσώδης, δροσερός, εὔχροος, εὔχρους, νεόγυιος, νεόσφακτος, πρόσφατος, ἑτεραλκής, ἐξημοιβός, θερμός, νεόδμητος, ἀνθηρός, νόστιμος