непреклонный: Difference between revisions
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[σιδήρεος]] | |rueltext=[[σιδήρεος]] ;; [[σιδάρεος]] ;; [[σιδηροῦς]] ;; [[ἄστρεπτος]] ;; [[ἄκαμπτος]] ;; [[ἀτελεύτητος]] ;; [[ἄτροπος]] ;; [[ἀστεμφής]] ;; [[ἀμετάτρεπτος]] ;; [[καρτερόθυμος]] ;; [[ἀδάμαστος]] ;; [[ἀδάμας]] ;; [[ἀλίαστος]] ;; [[ἀπαράτρεπτος]] ;; [[ἄθρυπτος]] ;; [[ἄγναμπτος]] ;; [[ἀμετάπειστος]] ;; [[ἄτεγκτος]] ;; [[ἀμάλθακτος]] ;; [[ἀτειρής]] ;; [[ἀγέρωχος]] ;; [[ἀπαραίτητος]] ;; [[ἀπαράμυθος]] ;; [[σχέτλιος]] ;; [[στιβαρός]] ;; [[χαλκεομήστωρ]] ;; [[δυσκίνητος]] ;; [[δυσκίνατος]] ;; [[καρτερός]] ;; [[στερρός]] ;; [[δυσνίκητος]] ;; [[ἀτενής]] ;; [[ἰσχυρογνώμων]] ;; [[στερεόφρων]] ;; [[ἀμήχανος]] ;; [[ὠμός]] ;; [[ἀκίνητος]] ;; [[ὀρθός]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
σιδήρεος ;; σιδάρεος ;; σιδηροῦς ;; ἄστρεπτος ;; ἄκαμπτος ;; ἀτελεύτητος ;; ἄτροπος ;; ἀστεμφής ;; ἀμετάτρεπτος ;; καρτερόθυμος ;; ἀδάμαστος ;; ἀδάμας ;; ἀλίαστος ;; ἀπαράτρεπτος ;; ἄθρυπτος ;; ἄγναμπτος ;; ἀμετάπειστος ;; ἄτεγκτος ;; ἀμάλθακτος ;; ἀτειρής ;; ἀγέρωχος ;; ἀπαραίτητος ;; ἀπαράμυθος ;; σχέτλιος ;; στιβαρός ;; χαλκεομήστωρ ;; δυσκίνητος ;; δυσκίνατος ;; καρτερός ;; στερρός ;; δυσνίκητος ;; ἀτενής ;; ἰσχυρογνώμων ;; στερεόφρων ;; ἀμήχανος ;; ὠμός ;; ἀκίνητος ;; ὀρθός