непреклонный: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[σιδήρεος]] | |rueltext=[[σιδήρεος]], [[σιδάρεος]], [[σιδηροῦς]], [[ἄστρεπτος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἄτροπος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀμετάτρεπτος]], [[καρτερόθυμος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδάμας]], [[ἀλίαστος]], [[ἀπαράτρεπτος]], [[ἄθρυπτος]], [[ἄγναμπτος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀμάλθακτος]], [[ἀτειρής]], [[ἀγέρωχος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[σχέτλιος]], [[στιβαρός]], [[χαλκεομήστωρ]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[καρτερός]], [[στερρός]], [[δυσνίκητος]], [[ἀτενής]], [[ἰσχυρογνώμων]], [[στερεόφρων]], [[ἀμήχανος]], [[ὠμός]], [[ἀκίνητος]], [[ὀρθός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:02, 18 October 2019
Russian > Greek
σιδήρεος, σιδάρεος, σιδηροῦς, ἄστρεπτος, ἄκαμπτος, ἀτελεύτητος, ἄτροπος, ἀστεμφής, ἀμετάτρεπτος, καρτερόθυμος, ἀδάμαστος, ἀδάμας, ἀλίαστος, ἀπαράτρεπτος, ἄθρυπτος, ἄγναμπτος, ἀμετάπειστος, ἄτεγκτος, ἀμάλθακτος, ἀτειρής, ἀγέρωχος, ἀπαραίτητος, ἀπαράμυθος, σχέτλιος, στιβαρός, χαλκεομήστωρ, δυσκίνητος, δυσκίνατος, καρτερός, στερρός, δυσνίκητος, ἀτενής, ἰσχυρογνώμων, στερεόφρων, ἀμήχανος, ὠμός, ἀκίνητος, ὀρθός