опустошать: Difference between revisions
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταθέω]] | |rueltext=[[καταθέω]], [[ἐκκορέω]], [[κενόω]], [[κεινόω]], [[ἐκκενόω]], [[ἐκκεινόω]], [[δαΐζω]], [[ἐξανίστημι]], [[ληΐζομαι]], [[λῄζομαι]], [[λεΐζομαι]], [[λεηλατέω]], [[λαπάσσω]], [[λαπάττω]], [[ἐρημόω]], [[πέρθω]], [[κακοποιέω]], [[κεραΐζω]], [[πορθέω]], [[διαφθείρω]], [[διαπορθέω]], [[δηλέομαι]], [[δαλέομαι]], [[κατατρέχω]], [[ἐπικείρω]], [[προνομεύω]], [[δενδροκοπέω]], [[δηϊόω]], [[δῃόω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[κόπτω]], [[ἀϊστόω]], [[περικόπτω]], [[κατασκάπτω]], [[ἀδικέω]], [[φθείρω]], [[κείρω]], [[τέμνω]], [[τρίβω]], [[ἐξαιρέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:03, 18 October 2019
Russian > Greek
καταθέω, ἐκκορέω, κενόω, κεινόω, ἐκκενόω, ἐκκεινόω, δαΐζω, ἐξανίστημι, ληΐζομαι, λῄζομαι, λεΐζομαι, λεηλατέω, λαπάσσω, λαπάττω, ἐρημόω, πέρθω, κακοποιέω, κεραΐζω, πορθέω, διαφθείρω, διαπορθέω, δηλέομαι, δαλέομαι, κατατρέχω, ἐπικείρω, προνομεύω, δενδροκοπέω, δηϊόω, δῃόω, ἐκκοκκίζω, κόπτω, ἀϊστόω, περικόπτω, κατασκάπτω, ἀδικέω, φθείρω, κείρω, τέμνω, τρίβω, ἐξαιρέω