αὐτοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(1a)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftoktonos
|Transliteration C=aftoktonos
|Beta Code=au)tokto/nos
|Beta Code=au)tokto/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-slaying</b>, <b class="b3">χεὶρ αὐ</b>., of Medea, <b class="b2">who slew her own children</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1254</span> (lyr.). Adv. -νως <b class="b2">with one's own hand</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1635</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">slaying one another</b>, χέρες <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>810</span>; <b class="b3">θάνατος αὐ</b>. <b class="b2">mutual</b> death <b class="b2">by each other's hand</b>, ib.<span class="bibl">681</span>; δῶρα αὐ. <span class="title">AP</span>7.152 (Leont.). Adv. -νως <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>734</span> (lyr.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-slaying</b>, [[χεὶρ αὐτοκτόνος]] = [[self-slaying hand]], of [[Medea]], <b class="b2">who slew her own children</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1254</span> (lyr.). Adv. [[αὐτοκτόνως]] = [[with one's own hand]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1635</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[slaying one another]], χέρες <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>810</span>; [[θάνατος αὐτοκτόνος]] = [[mutual death by each other's hand]], ib.<span class="bibl">681</span>; δῶρα αὐ. <span class="title">AP</span>7.152 (Leont.). Adv. -νως <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>734</span> (lyr.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 06:12, 6 January 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκτόνος Medium diacritics: αὐτοκτόνος Low diacritics: αυτοκτόνος Capitals: ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: autoktónos Transliteration B: autoktonos Transliteration C: aftoktonos Beta Code: au)tokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A self-slaying, χεὶρ αὐτοκτόνος = self-slaying hand, of Medea, who slew her own children, E.Med.1254 (lyr.). Adv. αὐτοκτόνως = with one's own hand, A.Ag.1635.    2 slaying one another, χέρες Id.Th.810; θάνατος αὐτοκτόνος = mutual death by each other's hand, ib.681; δῶρα αὐ. AP7.152 (Leont.). Adv. -νως A.Th.734 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτόνος: -ον, ὁ ἰδίᾳ χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. αὐτοκτόνως, ἰδιοχείρως, δρᾶσαι τόδ’ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) ἀλληλοκτόνος, ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805· ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν θάνατος ὦδ’ αὐτόκτονος, ἀμοιβαῖος διὰ τῶν χειρῶν ἀλλήλων, αὐτόθι 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, ἐπειδὰν αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι αὐτόθι 734· αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue (les siens) de sa propre main.
Étymologie: αὐτός, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se da muerte por su propia mano, suicida de pers. Τελαμώ[νιος αὐτ] οκτόνος ὤλετο A.Fr.451q.17
que causa la propia muerte σφαγαί Lyc.440, ῥιφαί Lyc.714, δῶρα AP 7.152 (Leont.).
2 asesino de los suyos, parricida θάνατος A.Th.681, χείρ E.Med.1254.
II adv. -ως con muerte dada por propia mano δρᾶσαι τόδ' ἔργον αὐ. A.A.1635, αὐ. θανεῖν A.Th.734.

Greek Monolingual

-ο (Α αὐτοκτόνος, -ον)
αυτός τερματίζει μόνος βίαια τη ζωή του
αρχ.
1. φρ. «ἄνδρες τεθνᾱσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» — σκότωσαν ο ένας τον άλλο
2. φρ. «αὐτοκτόνα δῶρα» — δώρα που φέρνουν θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοκτόνος: -ον (κτείνω
1. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. -νως, με το ίδιο του το χέρι, σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ αὐτοκτόνος, λέγεται για τη Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά της, σε Ευρ.
2. αλληλοκτόνος, σε Αισχύλ.· θάνατος αὐτοκτόνος, ο αμοιβαίος θάνατος του καθενός από το χέρι του άλλου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκτόνος:
1) убивающий своих (χείρ Eur.);
2) Aesch., Anth. = αὐτόκτονος.

Middle Liddell

κτείνω
1. self-slaying; Adv. -νως, with one's own hand, Aesch.:—so χεὶρ αὐτ., of Medea, who slew her own children, Eur.
2. slaying one another, Aesch.; θάνατος αὐτ. death by each other's hand, Aesch.