συρφετώδης: Difference between revisions
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrfetodis | |Transliteration C=syrfetodis | ||
|Beta Code=surfetw/dhs | |Beta Code=surfetw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[promiscuous]], [[vulgar]], σ. ὄχλος <span class="bibl">Plb.4.75.5</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>83</span>, etc.; <b class="b3">βωμολοχία σ</b>. Plu.2.454e; πράγματα <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.202b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:15, 29 June 2020
English (LSJ)
ες,
A promiscuous, vulgar, σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.Salt.83, etc.; βωμολοχία σ. Plu.2.454e; πράγματα Jul.Or.6.202b.
Greek (Liddell-Scott)
συρφετώδης: -ες, ὁ ὅμοιος πρὸς συρφετόν, ὁμοῦ σεσωρευμένος, ἀνάμικτος, χυδαῖος, συρ. ὄχλος Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. βωμολοχία Πλούτ. 2. 454Ε.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
composé d’un ramassis de populace.
Étymologie: συρφετός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / συρφετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ συρφετός
αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό
μσν.-αρχ.
1. ανάμικτος
2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος
αρχ.
ο χωρίς αξία, τιποτένιος.
επίρρ...
συρφετωδῶς Α
1. με ανάμικτο τρόπο
2. βλακωδώς.
Greek Monotonic
συρφετώδης: -ες (συρφετός, εἶδος), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, σύμμεικτος, αχαλίνωτος, χυδαίος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συρφετώδης:
1) состоящий из подонков (ὄχλος Polyb.);
2) площадной (λαλιά Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.
Middle Liddell
συρφετ-ώδης, ες συρφετός, εἶδος
jumbled together, promiscuous, Luc.