ἀμετάθετος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(cc1) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametathetos | |Transliteration C=ametathetos | ||
|Beta Code=a)meta/qetos | |Beta Code=a)meta/qetos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[unalterable]], [[immutable]], <b class="b3">κατάληψις</b>, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. <span class="bibl">Plb.30.17.2</span>; ἀκίνητα καὶ ἀ. <span class="title">OGI</span>331 (Pergam.), etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι <span class="bibl">D.S.1.83</span>, cf. <span class="bibl">Ascl.<span class="title">in Metaph.</span> 22.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Gramm., <b class="b2">not inflected</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>322.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A unalterable, immutable, κατάληψις, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. Plb.30.17.2; ἀκίνητα καὶ ἀ. OGI331 (Pergam.), etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι D.S.1.83, cf. Ascl.in Metaph. 22.6. 2 Gramm., not inflected, A.D.Synt.322.1.
German (Pape)
[Seite 122] (nicht umzusetzen), unveränderlich, fest, Polyb. διάληψις, Entscheidung, 30, 17, 2 u. öfter; πίστις D. Sic. 1, 23. – Adv. -τως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάθετος: -ον, ὁ μὴ μετατιθέμενος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, σταθερός, Πολύβ. 2. 32, 5, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. Εὐμαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable.
Étymologie: ἀ, μετατίθημι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no cambiado, inmodificadode testamentos (διαθήκη) ἐφ' ᾗ ἀμεταθέτῳ ἀμφότεροι ἐτελεύτησαν POxy.75.15 (II a.C.), cf. 482.35 (II a.C.).
2 de cosas y abstr. inmutable, invariable, incambiable Ἄτροπον δὲ ὅτι ἀ. καὶ ἀμετάβλητός ἐστιν ὁ καθ' ἕκαστα διορισμὸς ἐξ ἀϊδίων χρόνων a Atropo (la llaman asi) porque es invariable e inmodificable en cualquiera de sus detalles la distribución (de los dones del destino) desde la eternidad Chrysipp.Stoic.2.264, ἐπιβολή Plb.2.32.5, διαλήψεις Plb.30.19.2, ἀκίνητα καὶ ἀ. ... τὰ ... πρὸς τὸν θεὸν τίμια IP 248.58 (II a.C.), τὸν νοῦν τῶν ποητῶν Phld.Po.C 9.23, λογισμός LXX 3Ma.5.12, εἱμαρμένην ἀμετάστατον καὶ ἀ. Plu.2.675b, τὰ ... συντεθέντα τῶν μερῶν τοῦ λόγου, καθ' ὃ μέρος ἥνωται, ἀμετάθετά ἐστιν las palabras, compuestas en la parte en que se unen, son invariables (e.d., no cambian), A.D.Synt.322.1, νενομοθέτηκε γὰρ ἡ εἱμαρμένη ἑκάστῳ ἀμετάθετον ἀποτελεσμάτων ἐνέργειαν Vett.Val.219.26, δόγμα θεοῦ PMag.4.529
•subst. τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς la inmutabilidad del consejo (de Dios) Ep.Hebr.6.17
•irrefutable, incontrovertible ἐπιστήμην εἶναι τὴν ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν καὶ ἀ. ὑπὸ λόγου κατάληψιν Zeno Stoic.1.20
•no apaciguable, no dominable ἡ τοῦ πλὴθους ὁρμή Plb.15.32.7, ἡ πρὸς αὑτοὺς ὀργή Plb.23.15.3
•constante ἡ μονάς Dioph.6.6, 8.13
•imposible ἡ ἀπὸ τῶν κρειττόνων ἐπὶ τὰ χείρω μετάνοια Mart.Pol.11.1
•duradero ἐνέργεια PMasp.151.127 (VI a.C.)
•de pers. que no cambia Ἄτροπος Xenocrates 5
•recalcitrante, empecinado LXX 3Ma.5.1, Iust.Phil.Dial.120.5.
3 ἀ. σκηνή una tienda que no cambia de lugar Sm., Thd.Is.33.20.
II adv. -ως inalterable, inmutablemente διάκειται D.S.1.83, ἔχειν Ascl.in Metaph.22.6, Chrys.M.60.584.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of μετατίθημι; unchangeable, or (neuter as abstract) unchangeability: immutable(-ility).
English (Thayer)
(μετατίθημι), not transposed, not to be transferred; fixed, unalterable: τό ἀμετάθετον as a substantive, immutability, Polybius, Diodorus, Plutarch.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάθετος, -ον) μετατίθημι
αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάθετος: неизменный, непоколебимый (διάληψις Polyb.; εἱμαρμένη Plut.; πίστις Diod.).
Chinese
原文音譯:¢met£qetoj 阿-姆他-帖拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-同著-安置的
字義溯源:不改變的,不更改的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μετατίθημι)=遷移)組成;而 (μετατίθημι)又由(μετά)*=同,在其中)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。這字兩次使用都譯為:不更改的。神的旨意是不更改的,起誓也是不(能)更改的
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 不更改的(2) 來6:17; 來6:18