πάγκαρπος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagkarpos | |Transliteration C=pagkarpos | ||
|Beta Code=pa/gkarpos | |Beta Code=pa/gkarpos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of all kinds of fruit]], θύματα <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>635</span>; <b class="b2">rich in every fruit</b>, <b class="b3">φυτά, χθών</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.58</span>, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>4(3).41</span>; <b class="b3">γονὴ π</b>. produce <b class="b2">of all kinds</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>371c</span>: metaph., π. ἀοιδά <span class="title">AP</span>4.1.1 (Mel.); <b class="b3">πάγκαρπον, τό</b>, as title of a book, Gell.<span class="title">Praef.</span>8. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">covered with fruit, berried</b>, δάφνη <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>83</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst., = [[χαμαιλέων μέλας]], Ps.-Dsc.3.9.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A of all kinds of fruit, θύματα S.El.635; rich in every fruit, φυτά, χθών, Pi.P.9.58, I.4(3).41; γονὴ π. produce of all kinds, Pl.Ax.371c: metaph., π. ἀοιδά AP4.1.1 (Mel.); πάγκαρπον, τό, as title of a book, Gell.Praef.8. 2 covered with fruit, berried, δάφνη S.OT83. II as Subst., = χαμαιλέων μέλας, Ps.-Dsc.3.9.
German (Pape)
[Seite 435] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; χθών, Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; δάφνη, Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; γονή, alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
πάγκαρπος: -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· πλούσιος εἰς παντοειδεῖς καρπούς, πλήρης καρπῶν, φυτόν, χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) μεστός, πλήρης καρποῦ, δάφνη Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα τοῦ φυτοῦ χαμαιλέων, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);
2 fécond, fertile, couvert de baies (laurier).
Étymologie: πᾶς, καρπός.
English (Slater)
πάγκαρπος, -ον
1 with fruit of all kinds “οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)
Greek Monolingual
πάγκαρπος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών
2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.)
3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.)
4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγκαρπος
το φυτό χαμαιλέων μέλας
6. (το ουδ. ως κύριο όν.) Πάγκαρπον
τίτλος βιβλίου
7. φρ. «γονὴ πάγκαρπος» — παραγωγή κάθε είδους καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καρπός].
Greek Monotonic
πάγκαρπος: -ον, αυτός που προέρχεται από όλα τα είδη καρπών, πλούσιος σε καρπούς, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πάγκαρπος:
1) изобилующий всякими плодами (χθών Pind.);
2) сплошь покрытый плодами (δάφνη Soph.);
3) состоящий из всяких плодов (θύματα Soph.): π. γονή Plat. урожай всевозможных плодов;
4) словно состоящий из всевозможных плодов (ἀοιδή Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγκαρπος -ον [πᾶς, καρπός] rijk aan vruchten; overdr.. πάγκαρπος ἀοιδά bonte bundel liederen AP 4.1.1.
Middle Liddell
πάγ-καρπος, ον,
of all kinds of fruit, Soph.: rich in every fruit, rich in fruit, Pind.