περιπροχέομαι: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periprocheomai | |Transliteration C=periprocheomai | ||
|Beta Code=periproxe/omai | |Beta Code=periproxe/omai | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[to be poured all round]], used by Hom. in aor. part., <b class="b3">ἔρος… θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε</b> love [[rushing in a flood over]] my heart overcame it, <span class="bibl">Il. 14.316</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:25, 30 June 2020
English (LSJ)
A to be poured all round, used by Hom. in aor. part., ἔρος… θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε love rushing in a flood over my heart overcame it, Il. 14.316.
Greek (Liddell-Scott)
περιπροχέομαι: Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, διότι οὐδέποτε οὕτως ἔρως θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316.
Greek Monotonic
περιπροχέομαι: Παθ., χύνομαι παντού τριγύρω, σε μτχ. αορ. αʹ ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς, σφοδρός έρωτας όρμησε ως χείμαρρος στην καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
περιπροχέομαι: разливаться (ἔρος ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθείς Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-προχέομαι uitgestort worden over, overstelpen:. ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθείς de liefde die het hart in mijn borst overstelpt Il. 14.316.
Middle Liddell
Pass. to be poured all round, in aor. 1 part., ἔρος θυμὸν περιπροχῠθείς love rushing in a flood over his heart, Il.